Anonymous

ἑστάμεν: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_4)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑστάμεν''': -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ [[ἵστημι]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ.
|lstext='''ἑστάμεν''': -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ [[ἵστημι]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑστάμεν:''' -άμεναι[ᾰ],·<br /><b class="num">I.</b> Επικ. αντί [[ἑστάναι]], συγκόπτ. απαρ. παρακ. του [[ἵστημι]]·<br /><b class="num">II.</b> [[αλλά]], ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ.
}}
}}