Anonymous

ἐνόρνυμι: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνόρνυμι]] (Α) [[όρνυμι]]<br />[[διεγείρω]], [[εξεγείρω]] («τῇσιν δὲ [[γόον]] πάσῃσιν ἐνῶρσεν»).
|mltxt=[[ἐνόρνυμι]] (Α) [[όρνυμι]]<br />[[διεγείρω]], [[εξεγείρω]] («τῇσιν δὲ [[γόον]] πάσῃσιν ἐνῶρσεν»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνόρνῡμι:''' αόρ. αʹ <i>-ῶρσα</i>· Επικ. Παθ. αόρ. βʹ <i>ἐνῶρτο</i>, [[διεγείρω]], [[αφυπνίζω]], [[υποκινώ]] κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διεγείρομαι σε ή [[μεταξύ]], ἐνῶρτο [[γέλως]] θεοῖσιν, στο ίδ.
}}
}}