Anonymous

ἐνόρνυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνόρνῡμι:''' αόρ. αʹ <i>-ῶρσα</i>· Επικ. Παθ. αόρ. βʹ <i>ἐνῶρτο</i>, [[διεγείρω]], [[αφυπνίζω]], [[υποκινώ]] κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διεγείρομαι σε ή [[μεταξύ]], ἐνῶρτο [[γέλως]] θεοῖσιν, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐνόρνῡμι:''' αόρ. αʹ <i>-ῶρσα</i>· Επικ. Παθ. αόρ. βʹ <i>ἐνῶρτο</i>, [[διεγείρω]], [[αφυπνίζω]], [[υποκινώ]] κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διεγείρομαι σε ή [[μεταξύ]], ἐνῶρτο [[γέλως]] θεοῖσιν, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνόρνῡμι:''' <b class="num">1)</b> возбуждать, вызывать ([[γόον]] τινί Hom.; [[θάρσος]] παντὶ στρατῷ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. возникать ([[ἐνῶρτο]] [[γέλως]] θεοῖσιν Hom.).
}}
}}