Anonymous

εὐαγής: Difference between revisions

From LSJ
1,447 bytes added ,  30 December 2018
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (Α [[εὐαγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] απαλλαγμένος από το [[άγος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αγνός]], [[καθαρός]], [[άψογος]], [[ανεπίληπτος]], [[ευσεβής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ευαγή ιδρύματα» — τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέλισσες) [[αγνός]], [[παρθένος]]<br /><b>2.</b> (για πράξεις) [[άμεμπτος]], [[δίκαιος]]<br /><b>3.</b> (για προσφορές ή υπηρεσίες) [[αμόλυντος]], [[άμωμος]], [[αγνός]] («εὐαγεῑς ἀπολογίαι», Πορφ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαγώς</i> (ΑΜ εὐαγῶς και εὐαγέως)<br />με αγνό, άμεμπτο τρόπο, [[ευσεβώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[άγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-[[αγής]], <i>εν</i>-[[αγής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[εὐαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τον ήλιο ή άλλα ουράνια σώματα ή για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[φωτεινός]], [[λαμπρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[λαμπρή]] [[κατάσταση]], [[καθαρός]], [[υγιής]], [[ισχυρός]], [[έντονος]]<br /><b>3.</b> [[άγρυπνος]], [[προσεκτικός]] («γίνονται εὐαγέες oἱ ἄνθρωποι», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] [[ορατός]] από [[μακριά]], [[περιφανής]], [[κάτοπτος]] («ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ» — είχε στρατιωτική [[θέση]] που ήταν ορατή από [[μακριά]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευαυγής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αυγή]]), με [[ανομοίωση]] του δεύτερου -<i>υ</i>- και <i>ᾱ</i> από τη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει». Από το σύνθετο αποσπάστηκε και δημιουργήθηκε ο [[άπαξ]] λεγόμενος από τον Εμπεδοκλή τ. <i>αγέα</i>, ο [[οποίος]] αναφέρεται στον ήλιο. Με ποιητική [[παρέκταση]] του τ. [[ευαγής]], δημιουργήθηκε πιθ. το επίθ. [[ευάγητος]] «[[λαμπρός]]», το οποίο, από άλλους, συνδέεται [[προς]] το [[ηγούμαι]] ή και [[προς]] το <i>άγω</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (Α [[εὐαγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] απαλλαγμένος από το [[άγος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αγνός]], [[καθαρός]], [[άψογος]], [[ανεπίληπτος]], [[ευσεβής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ευαγή ιδρύματα» — τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέλισσες) [[αγνός]], [[παρθένος]]<br /><b>2.</b> (για πράξεις) [[άμεμπτος]], [[δίκαιος]]<br /><b>3.</b> (για προσφορές ή υπηρεσίες) [[αμόλυντος]], [[άμωμος]], [[αγνός]] («εὐαγεῑς ἀπολογίαι», Πορφ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαγώς</i> (ΑΜ εὐαγῶς και εὐαγέως)<br />με αγνό, άμεμπτο τρόπο, [[ευσεβώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[άγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-[[αγής]], <i>εν</i>-[[αγής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[εὐαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τον ήλιο ή άλλα ουράνια σώματα ή για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[φωτεινός]], [[λαμπρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[λαμπρή]] [[κατάσταση]], [[καθαρός]], [[υγιής]], [[ισχυρός]], [[έντονος]]<br /><b>3.</b> [[άγρυπνος]], [[προσεκτικός]] («γίνονται εὐαγέες oἱ ἄνθρωποι», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] [[ορατός]] από [[μακριά]], [[περιφανής]], [[κάτοπτος]] («ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ» — είχε στρατιωτική [[θέση]] που ήταν ορατή από [[μακριά]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευαυγής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αυγή]]), με [[ανομοίωση]] του δεύτερου -<i>υ</i>- και <i>ᾱ</i> από τη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει». Από το σύνθετο αποσπάστηκε και δημιουργήθηκε ο [[άπαξ]] λεγόμενος από τον Εμπεδοκλή τ. <i>αγέα</i>, ο [[οποίος]] αναφέρεται στον ήλιο. Με ποιητική [[παρέκταση]] του τ. [[ευαγής]], δημιουργήθηκε πιθ. το επίθ. [[ευάγητος]] «[[λαμπρός]]», το οποίο, από άλλους, συνδέεται [[προς]] το [[ηγούμαι]] ή και [[προς]] το <i>άγω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐᾰγής:''' (Α), -ές ([[ἄγος]]),·<br /><b class="num">1.</b> απαλλαγμένος από [[μόλυσμα]], [[μίασμα]], [[αθώος]], [[αναίτιος]], [[καθαρός]], [[αγνός]], [[ακηλίδωτος]], [[αμόλυντος]], [[ὅσιος]] καὶ [[εὐαγής]], σε Νόμ. Σόλωνα· λέγεται για [[χιόνι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ενέργειες, [[άμεμπτος]], [[δίκαιος]], σε Σοφ., Δημ.· ομοίως και, Επικ. επίρρ., <i>εὐαγέως</i>, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">3.</b> με Ενεργ. [[σημασία]], [[καθαρτικός]], [[εξαγνιστικός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">• εὐᾰγής:</b> (Β), -ές ([[ἄγω]]), αυτός που κινείται με [[ευκολία]], [[ευέλικτος]], [[ευκίνητος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• εὐᾱγής:</b> (Γ), -ές ([[αὐγή]]), [[καθαρός]], [[λαμπρός]], αυτός που φαίνεται από [[μακριά]], [[ευδιάκριτος]], [[εμφανής]], [[ολοφάνερος]]· <i>ἕδραν εὐαγῆ στρατοῦ</i>, [[θέση]] πλήρους ορατότητας του στρατεύματος, σε Αισχύλ.· <i>πύργον εὐαγῆ</i>, ψηλή, αγέρωχη πόλη, σε Ευρ.
}}
}}