Anonymous

ἐπιχαλκεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχαλκεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με τη [[σφύρα]] (πυρακτωμένο [[μέταλλο]]) [[επάνω]] στον άκμονα, στο [[αμόνι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[σκληρός]], [[αμετακίνητος]] σαν το [[αμόνι]] («ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν» — θα μπορούσες να μέ χρησιμοποιήσεις σαν να ήμουνα [[αμόνι]], δεν θα κουνηθώ [[καθόλου]], <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχαλκεύομαι</i><br />έχω επιστρωθεί, επενδυθεί («λεπίδες τοῑς κίοσιν ἐπικεχαλκευμέναι [[πανταχόθεν]] χρυσαῑ» — φύλλα χρυσού επενδεδυμένα σε όλη την [[επιφάνεια]] τών κιόνων).
|mltxt=[[ἐπιχαλκεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με τη [[σφύρα]] (πυρακτωμένο [[μέταλλο]]) [[επάνω]] στον άκμονα, στο [[αμόνι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[σκληρός]], [[αμετακίνητος]] σαν το [[αμόνι]] («ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν» — θα μπορούσες να μέ χρησιμοποιήσεις σαν να ήμουνα [[αμόνι]], δεν θα κουνηθώ [[καθόλου]], <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχαλκεύομαι</i><br />έχω επιστρωθεί, επενδυθεί («λεπίδες τοῑς κίοσιν ἐπικεχαλκευμέναι [[πανταχόθεν]] χρυσαῑ» — φύλλα χρυσού επενδεδυμένα σε όλη την [[επιφάνεια]] τών κιόνων).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχαλκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σφυρηλατώ]] πάνω σε [[αμόνι]], [[κατασκευάζω]] σε [[σιδηρουργείο]]· μεταφ., [[ἐπιχαλκεύω]] τινά, [[παραποιώ]] ή [[αλλάζω]] τη [[γνώμη]] μου, σε Αριστοφ.
}}
}}