Anonymous

εὔδειπνος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔδειπνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο [[δείπνο]] («εὔδειπνοι δαῑτες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὔδειπνα</i><br />[[συμπόσιο]] [[προς]] τιμήν τών [[νεκρών]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ εὔδειπνοι</i><br />οι νεκροί [[προς]] τιμήν τών οποίων παρατίθεται [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δείπνον]]].
|mltxt=[[εὔδειπνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο [[δείπνο]] («εὔδειπνοι δαῑτες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὔδειπνα</i><br />[[συμπόσιο]] [[προς]] τιμήν τών [[νεκρών]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ εὔδειπνοι</i><br />οι νεκροί [[προς]] τιμήν τών οποίων παρατίθεται [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δείπνον]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔδειπνος:''' -ον ([[δεῖπνον]]), αυτός που έχει πλούσια συμπόσια, σε Ευρ.
}}
}}