Anonymous

εὔδειπνος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔδειπνος:''' -ον ([[δεῖπνον]]), αυτός που έχει πλούσια συμπόσια, σε Ευρ.
|lsmtext='''εὔδειπνος:''' -ον ([[δεῖπνον]]), αυτός που έχει πλούσια συμπόσια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔδειπνος:''' <b class="num">1)</b> получающий богатую погребальную жертву: εὔδειπνα [[ἔμπυρα]] Aesch. пышная тризна;<br /><b class="num">2)</b> (о трапезе) богатый, пышный, роскошный (δαῖτες Eur.).
}}
}}