3,274,919
edits
(14) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έρα, -ο (ΑΜ [[ἕτερος]], -έρα, -ον Α και δωρ. [[ἅτερος]] και αιολ. ἄτερος και ιων. [[οὕτερος]] και μτγν. [[θάτερος]])<br /><b>1.</b> (αντ. επιμερ.) [[άλλος]]<br /><b>2.</b> [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]]<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]]) <i>ο [[έτερος]]<br />ο [[ένας]] από τους δύο («ο [[έτερος]] τών κατηγορουμένων»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «αφ' ετέρου» — εξ άλλου<br />β) «[[έτερον]] εκάτερον» — [[άλλο]] το ένα και [[άλλο]] το [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπόλοιπος]]<br /><b>2.</b> [[ξένος]], [[εχθρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα χέρια ή τα άλλα [[μέλη]] του σώματος) ο [[ένας]] από τους δύο<br /><b>2.</b> [[δεύτερος]] («ἡ μὲν ἔβαλλε... ἡ δ' ἑτέρη... ἐτίταινε τραπέζας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ευφημισμό, όταν στον λόγο προηγείται η [[έννοια]] του <i>εὖ</i>, του <i>ἀγαθὸς</i> <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προηγούμενες έννοιες<br /><b>4.</b> το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>θάτερα</i><br />[[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο («[[τοτὲ]] μὲν ἐπὶ θάτερα, [[τοτὲ]] δὲ ἐπὶ θάτερα τοὺς λόγους ἕλκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑτέρα</i> (ενν. [[ημέρα]])<br />η επομένη, η δεύτερη<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ἕτερα» — ως [[προς]] άλλα διαφορετικά ζητήματα (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «δυοῑν [[θάτερον]]» — το ένα από τα δύο<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «τῆ ἑτέρα λαβεῑν» — να πετύχει εύκολα (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (όταν προηγείται η [[έννοια]] του καλού, του αγαθού) το αντίθετο [[προς]] το προηγούμενο, δηλ. το [[κακό]] (α. «παθεῑν μὲν εὖ, παθεῑν δὲ θάτερα», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀγαθὰ ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῡρον», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετέρως</i> (ΑΜ [[ἑτέρως]])<br />με [[άλλο]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> (με κακή [[σημασία]]) κατ' [[άλλο]] τρόπο, [[κακώς]]<br /><b>3.</b> (με καλή [[σημασία]], με γεν.) διαφορετικά [[προς]] [[κάτι]] («[[ἑτέρως]] πως τῶν εἰωθότων γενόμενα» — που έγιναν διαφορετικά από το συνηθισμένο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἑτέρως]] ἔχω τοῦ σκέλους» — [[είμαι]] [[ετεροσκελής]]<br />β) «[[ἑτέρως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από τον τύπο [[άτερος]] που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sm</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της <i>sem</i>- (> <i>εἷς</i>), και σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -<i>τερος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ελλ. <i>αρισ</i>-<i>τερός</i>, αρχ. ινδ. <i>eka</i>-<i>tara</i> «[[εκάτερος]]»). Το αρχικό <i>e</i>- προκύπτει [[μάλλον]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>εἷς</i> (= <i>ē</i><i>s</i>) [[παρά]] με [[αφομοίωση]]. Συνδέεται με το ουαλ. <i>hanther</i> «ήμισυ», το κορνουαλ. <i>hanter</i> «ήμισυ», το γοτθ. <i>sundro</i> «κατ' ιδίαν» και το αρχ. άνω γερμ. <i>suntar</i> «[[χωριστός]]». Ο τ. <i>ετερο</i>- ως α’ συνθετικό υπήρξε και εξακολουθεί να [[είναι]] πολύ [[παραγωγικός]]. Από όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας μαρτυρούνται [[πολλά]] τέτοια [[σύνθετα]], ορισμένα από τα οποία σώζονται [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Πολυάριθμα [[είναι]] τα [[σύνθετα]] της Αρχαίας Ελληνικής και άλλα που πλάστηκαν στη [[λόγια]] Νεοελληνική και έδωσαν [[πλήθος]] επιστημονικών, [[κυρίως]], όρων στη [[γλώσσα]]. Συχνά παρατηρείται [[επίσης]] το [[φαινόμενο]] από παλιότερα [[σύνθετα]] που δεν [[είναι]] πια εν χρήσει να δημιουργούνται νεώτερα ζωντανά παράγωγα. Π. χ. αρχ. <i>ετεροβαρώ</i> > μσν.-νεοελλ. [[ετεροβαρής]], μσν. [[ετεροπροσωπώ]] > μσν.-νεοελλ. [[ετεροπρόσωπος]] και νεοελλ. [[ετεροπροσωπία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ετερότης</i>, [[ετέρωθεν]], <i>ετέρως</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ετέρῃ</i>, [[ετεροίος]], [[ετερώ]], [[ετέρωθι]], [[ετερώνιος]], [[ετέρωτα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ετέρωσε]]. (Για τα [[σύνθετα]] με Α΄ συνθετικό <b>βλ. λ.</b> <i>ετερο</i>-)<br />(Β' συνθετικό) [[μηδέτερος]], [[ουδέτερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυτουδέτερος</i>, [[μεθέτερος]], [[μηθέτερος]], [[ουθέτερος]]]. | |mltxt=-έρα, -ο (ΑΜ [[ἕτερος]], -έρα, -ον Α και δωρ. [[ἅτερος]] και αιολ. ἄτερος και ιων. [[οὕτερος]] και μτγν. [[θάτερος]])<br /><b>1.</b> (αντ. επιμερ.) [[άλλος]]<br /><b>2.</b> [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]]<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]]) <i>ο [[έτερος]]<br />ο [[ένας]] από τους δύο («ο [[έτερος]] τών κατηγορουμένων»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «αφ' ετέρου» — εξ άλλου<br />β) «[[έτερον]] εκάτερον» — [[άλλο]] το ένα και [[άλλο]] το [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπόλοιπος]]<br /><b>2.</b> [[ξένος]], [[εχθρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα χέρια ή τα άλλα [[μέλη]] του σώματος) ο [[ένας]] από τους δύο<br /><b>2.</b> [[δεύτερος]] («ἡ μὲν ἔβαλλε... ἡ δ' ἑτέρη... ἐτίταινε τραπέζας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ευφημισμό, όταν στον λόγο προηγείται η [[έννοια]] του <i>εὖ</i>, του <i>ἀγαθὸς</i> <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προηγούμενες έννοιες<br /><b>4.</b> το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>θάτερα</i><br />[[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο («[[τοτὲ]] μὲν ἐπὶ θάτερα, [[τοτὲ]] δὲ ἐπὶ θάτερα τοὺς λόγους ἕλκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑτέρα</i> (ενν. [[ημέρα]])<br />η επομένη, η δεύτερη<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ἕτερα» — ως [[προς]] άλλα διαφορετικά ζητήματα (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «δυοῑν [[θάτερον]]» — το ένα από τα δύο<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «τῆ ἑτέρα λαβεῑν» — να πετύχει εύκολα (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (όταν προηγείται η [[έννοια]] του καλού, του αγαθού) το αντίθετο [[προς]] το προηγούμενο, δηλ. το [[κακό]] (α. «παθεῑν μὲν εὖ, παθεῑν δὲ θάτερα», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀγαθὰ ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῡρον», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετέρως</i> (ΑΜ [[ἑτέρως]])<br />με [[άλλο]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> (με κακή [[σημασία]]) κατ' [[άλλο]] τρόπο, [[κακώς]]<br /><b>3.</b> (με καλή [[σημασία]], με γεν.) διαφορετικά [[προς]] [[κάτι]] («[[ἑτέρως]] πως τῶν εἰωθότων γενόμενα» — που έγιναν διαφορετικά από το συνηθισμένο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἑτέρως]] ἔχω τοῦ σκέλους» — [[είμαι]] [[ετεροσκελής]]<br />β) «[[ἑτέρως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από τον τύπο [[άτερος]] που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sm</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της <i>sem</i>- (> <i>εἷς</i>), και σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -<i>τερος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ελλ. <i>αρισ</i>-<i>τερός</i>, αρχ. ινδ. <i>eka</i>-<i>tara</i> «[[εκάτερος]]»). Το αρχικό <i>e</i>- προκύπτει [[μάλλον]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>εἷς</i> (= <i>ē</i><i>s</i>) [[παρά]] με [[αφομοίωση]]. Συνδέεται με το ουαλ. <i>hanther</i> «ήμισυ», το κορνουαλ. <i>hanter</i> «ήμισυ», το γοτθ. <i>sundro</i> «κατ' ιδίαν» και το αρχ. άνω γερμ. <i>suntar</i> «[[χωριστός]]». Ο τ. <i>ετερο</i>- ως α’ συνθετικό υπήρξε και εξακολουθεί να [[είναι]] πολύ [[παραγωγικός]]. Από όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας μαρτυρούνται [[πολλά]] τέτοια [[σύνθετα]], ορισμένα από τα οποία σώζονται [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Πολυάριθμα [[είναι]] τα [[σύνθετα]] της Αρχαίας Ελληνικής και άλλα που πλάστηκαν στη [[λόγια]] Νεοελληνική και έδωσαν [[πλήθος]] επιστημονικών, [[κυρίως]], όρων στη [[γλώσσα]]. Συχνά παρατηρείται [[επίσης]] το [[φαινόμενο]] από παλιότερα [[σύνθετα]] που δεν [[είναι]] πια εν χρήσει να δημιουργούνται νεώτερα ζωντανά παράγωγα. Π. χ. αρχ. <i>ετεροβαρώ</i> > μσν.-νεοελλ. [[ετεροβαρής]], μσν. [[ετεροπροσωπώ]] > μσν.-νεοελλ. [[ετεροπρόσωπος]] και νεοελλ. [[ετεροπροσωπία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ετερότης</i>, [[ετέρωθεν]], <i>ετέρως</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ετέρῃ</i>, [[ετεροίος]], [[ετερώ]], [[ετέρωθι]], [[ετερώνιος]], [[ετέρωτα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ετέρωσε]]. (Για τα [[σύνθετα]] με Α΄ συνθετικό <b>βλ. λ.</b> <i>ετερο</i>-)<br />(Β' συνθετικό) [[μηδέτερος]], [[ουδέτερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυτουδέτερος</i>, [[μεθέτερος]], [[μηθέτερος]], [[ουθέτερος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἕτερος:''' -α, -ον· Δωρ. [[ἅτερος]] <i>[ᾰ]</i>· [[αλλά]], [[ἅτερος]] <i>[ᾱ]</i>, Αττ. [[κράση]] αντί ὁ [[ἕτερος]], Ιων. [[οὕτερος]], Δωρ. [[ὥτερος]]· ουδ. [[θάτερον]], Αττ., Ιων. [[τοὔτερον]]· πληθ. <i>ἅτεροι</i>, [[θάτερα]], αντί <i>οἱ ἕτεροι</i>, <i>τὰ ἕτερα</i>, γεν. [[θατέρου]]· δοτ. [[θατέρῳ]]· θηλ. ονομ. <i>ἁτέρα</i>, δοτ. <i>θἀτέρᾳ</i>·<br /><b class="num">I.</b> Λατ. [[alter]], ο [[άλλος]], [[ένας]] από τους [[δύο]], <i>χειρὶ ἑτέρῃ</i>, σε Όμηρ., βλ. κατωτ. IV· χωλὸς ἕτερον [[πόδα]] κ.λπ.· [[έπειτα]], λέγεται για όλα τα πρόσωπα ή πράγματα που υπάρχουν σε ζεύγη, Λατ. [[alteruter]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὴν ἑτ. πύλην</i>, [[μία]] εκ των [[δύο]], [[μία]] από τις [[δύο]] πύλες, σε Ηρόδ.· <i>δυοῖν ἀγαθοῖν τὸ ἕτ</i>., σε Θουκ. κ.λπ.· στον πληθ., ένα από τα [[δύο]] μέρη, το καθένα από τα οποία βρίσκεται σε πληθ., Λατ. alterutri, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> σε διπλές προτάσεις, το [[ἕτερος]] (στον Πεζό λόγο ὁ [[ἕτερος]]) επαναλαμβάνεται, <i>ἕτερον μὲν ἔδωκε</i>, <i>ἕτερον δ' ἀνένευσε</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνά]] επαναλαμβάνεται μέσα στην [[ίδια]] [[πρόταση]], <i>ἐξ ἑτέρων ἕτερ' ἐστιν</i>, ο [[ένας]] στηρίζεται, εξαρτάται από τον [[άλλο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἕτεροι ἑτέρων ἄρχουσι</i>, ο [[ένας]] κυβερνά, διοικεί, διατάζει, εξουσιάζει τον [[άλλο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> όπως το Λατ. [[alter]], = [[δεύτερος]], [[δεύτερος]], ἡ [[μέν]]..., <i>ἡ δ' ἑτέρη..</i>., <i>ἡ δὲ [[τρίτη]]..</i>., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>ἡ ἑτέρα</i> (ενν. [[ἡμέρα]]), η δεύτερη [[μέρα]], δηλ. μεθ-[[αύριο]], σε Ξεν.· ομοίως, με αντωνυμίες που δηλώνουν [[ποσότητα]], ἕτερον [[τοσοῦτο]], [[άλλο]] τόσο στο [[μέγεθος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> τίθεται σε χαλαρή [[σύνδεση]] αντί του [[ἄλλος]], Λατ. [[alius]], [[άλλος]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[άλλος]] από τον συνηθισμένο, [[διαφορετικός]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἕτ. καὶ οὐχ ὁ [[αὐτός]], σε Δημ.· με γεν., [[άλλος]] από, [[διαφορετικός]] από, ἑτέρους [[τῶν]] [[νῦν]] ὄντων, σε Θουκ.· ομοίως και, <i>ἕτερον ἢ..</i>., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[άλλος]] απ' αυτό που θα έπρεπε να είναι, [[άλλος]], όχι [[καλός]], ευφημ. αντί [[κακός]], όπως το Λατ. [[sequior]] αντί [[malus]], ἀγαθὰ ἢ [[θάτερα]], σε Δημ.· μόνο του, ἑτ. [[θυσία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>ειδικότερες χρήσεις: <b>1. α)</b> ελλειπτικό, <i>τῇ ἐτέρᾳ</i> (ενν. <i>χειρί</i>), Επικ. <i>τῇ ἑτέρῃ</i> ή [[ἑτέρῃφι]], με το ένα [[χέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]], με το αριστερό [[χέρι]], σε Όμηρ. <b>β)</b> (ενν. [[ἡμέρα]]) κατά την επόμενη [[μέρα]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> επιρρηματικά με προθέσεις: <b>α)</b> ἐπὶ [[θάτερα]], προς το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]], σε Θουκ., κλπ. <b>β)</b> κατὰ [[θάτερα]], στη [[μία]] ή στην [[άλλη]] [[πλευρά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V. 1.</b> επίρρ., [[ἑτέρως]], με τον ένα ή με τον [[άλλο]] τρόπο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> διαφορετικά, με [[άλλο]] τρόπο, σε Αριστοφ., Δημ. | |||
}} | }} |