3,274,921
edits
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρέπτομαι]] (AM)<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[τρώγω]]<br /><b>2.</b> (με σκωπτική σημ. στον <b>Αριστοφ.</b>) [[καταβροχθίζω]], [[κατατρώγω]] («φασὶ μέν γάρ αὐτὸν ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων» — λέγουν ότι αυτός κατατρώγει τα φαγητά τών ευπορούντων, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σπάν. το ενεργ.) [[ἐρέπτω]]<br />α) [[τρώγω]]<br />β) <b>(μτθ.)</b> [[τρέφω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ερέπτομαι]] από ΙΕ [[ρίζα]] <i>rep</i>- «[[αρπάζω]]» με προθεματικό <i>ε</i>- συνδέεται με λατ. <i>rapio</i> «[[αρπάζω]]» και λιθ. <i>aprepti</i> «[[αρπάζω]]»]. | |mltxt=[[ἐρέπτομαι]] (AM)<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[τρώγω]]<br /><b>2.</b> (με σκωπτική σημ. στον <b>Αριστοφ.</b>) [[καταβροχθίζω]], [[κατατρώγω]] («φασὶ μέν γάρ αὐτὸν ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων» — λέγουν ότι αυτός κατατρώγει τα φαγητά τών ευπορούντων, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σπάν. το ενεργ.) [[ἐρέπτω]]<br />α) [[τρώγω]]<br />β) <b>(μτθ.)</b> [[τρέφω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ερέπτομαι]] από ΙΕ [[ρίζα]] <i>rep</i>- «[[αρπάζω]]» με προθεματικό <i>ε</i>- συνδέεται με λατ. <i>rapio</i> «[[αρπάζω]]» και λιθ. <i>aprepti</i> «[[αρπάζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρέπτομαι:''' αποθ., [[τρώω]], κατατρώω, με αιτ., <i>λωτόν</i>, [[κρῖ]] [[λευκόν]], <i>πυρὸν ἐρεπτόμενοι</i>, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |