Anonymous

ἐρέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρέπτομαι:''' αποθ., [[τρώω]], κατατρώω, με αιτ., <i>λωτόν</i>, [[κρῖ]] [[λευκόν]], <i>πυρὸν ἐρεπτόμενοι</i>, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἐρέπτομαι:''' αποθ., [[τρώω]], κατατρώω, με αιτ., <i>λωτόν</i>, [[κρῖ]] [[λευκόν]], <i>πυρὸν ἐρεπτόμενοι</i>, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρέπτομαι:''' есть, пожирать (λωτόν, [[πυρόν]] Hom.; βότρυν Anth.; ирон. τὰ τῶν [[ἐχόντων]] ἀνέρων Arph.).
}}
}}