3,277,300
edits
(15) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔζυγος]], και επικ. τ. ἐΰζυγος, -ον (Α)<br />(για πλοία) αυτός που έχει καλά καθίσματα («ἐΰζυγον ἤλασαν [[Ἀργώ]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]], παράλλ. τ. του [[ζυγόν]]. | |mltxt=[[εὔζυγος]], και επικ. τ. ἐΰζυγος, -ον (Α)<br />(για πλοία) αυτός που έχει καλά καθίσματα («ἐΰζυγον ἤλασαν [[Ἀργώ]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]], παράλλ. τ. του [[ζυγόν]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔζῠγος:''' Επικ. ἐΰζ-, -ον ([[ζυγόν]] III), λέγεται για πλοία, αυτός που έχει [[καλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |