Anonymous

εὔζυγος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔζυγος]], και επικ. τ. ἐΰζυγος, -ον (Α)<br />(για πλοία) αυτός που έχει καλά καθίσματα («ἐΰζυγον ἤλασαν [[Ἀργώ]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]], παράλλ. τ. του [[ζυγόν]].
|mltxt=[[εὔζυγος]], και επικ. τ. ἐΰζυγος, -ον (Α)<br />(για πλοία) αυτός που έχει καλά καθίσματα («ἐΰζυγον ἤλασαν [[Ἀργώ]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]], παράλλ. τ. του [[ζυγόν]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔζῠγος:''' Επικ. ἐΰζ-, -ον ([[ζυγόν]] III), λέγεται για πλοία, αυτός που έχει [[καλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}