Anonymous

εὔζυγος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔζῠγος:''' Επικ. ἐΰζ-, -ον ([[ζυγόν]] III), λέγεται για πλοία, αυτός που έχει [[καλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εὔζῠγος:''' Επικ. ἐΰζ-, -ον ([[ζυγόν]] III), λέγεται για πλοία, αυτός που έχει [[καλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔζῠγος:''' эп. ἐΰ-ζυγος 2 крепко сколоченный или снабженный крепкими скамьями (для гребцов) ([[νῆες]] Hom.).
}}
}}