3,277,819
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔζῠγος:''' Επικ. ἐΰζ-, -ον ([[ζυγόν]] III), λέγεται για πλοία, αυτός που έχει [[καλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''εὔζῠγος:''' Επικ. ἐΰζ-, -ον ([[ζυγόν]] III), λέγεται για πλοία, αυτός που έχει [[καλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔζῠγος:''' эп. ἐΰ-ζυγος 2 крепко сколоченный или снабженный крепкими скамьями (для гребцов) ([[νῆες]] Hom.). | |||
}} | }} |