3,244,152
edits
(15) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐερκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]] («θύρες δ' εὐερκέες εἰσίν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, [[χωρίς]] [[δυνατότητα]] διαφυγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ερκής</i>, τ. στον οποίο απαντά η λ. [[έρκος]] «[[φραγμός]]» ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφ</i>-<i>ερκής</i>, <i>ομο</i>-<i>ερκής</i>)]. | |mltxt=[[εὐερκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]] («θύρες δ' εὐερκέες εἰσίν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, [[χωρίς]] [[δυνατότητα]] διαφυγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ερκής</i>, τ. στον οποίο απαντά η λ. [[έρκος]] «[[φραγμός]]» ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφ</i>-<i>ερκής</i>, <i>ομο</i>-<i>ερκής</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐερκής:''' -ές ([[ἕρκος]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[καλή]] [[περίφραξη]], καλοτοιχισμένος, [[οχυρός]], σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που περιφράσσει [[καλά]], αυτός που είναι [[καλά]] κλεισμένος, λέγεται για πόρτες, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |