Anonymous

ἔραμαι: Difference between revisions

From LSJ
1,082 bytes added ,  30 December 2018
4
(14)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔραμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[νιώθω]] ερωτική [[επιθυμία]] («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῡ γυναικός», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] υπερβολικά [[κάτι]] («ὃς πολέμου [[ἔραται]] ἐπιδημίου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθυμώ]] πολύ («ἀνδρῶν τυράννων [[κῆδος]] ἠράσθη λαβεῑν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το ρ. [[έραμαι]] όσο και ο ιων.- αττ. τ. <i>ερώ</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[έρως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερατός]], [[ερατώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανέραμαι]], [[αντέραμαι]], [[διέραμαι]], [[υπερέραμαι]]].
|mltxt=[[ἔραμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[νιώθω]] ερωτική [[επιθυμία]] («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῡ γυναικός», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] υπερβολικά [[κάτι]] («ὃς πολέμου [[ἔραται]] ἐπιδημίου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθυμώ]] πολύ («ἀνδρῶν τυράννων [[κῆδος]] ἠράσθη λαβεῑν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το ρ. [[έραμαι]] όσο και ο ιων.- αττ. τ. <i>ερώ</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[έρως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερατός]], [[ερατώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανέραμαι]], [[αντέραμαι]], [[διέραμαι]], [[υπερέραμαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔρᾰμαι:''' βʹ ενικ. <i>ἔρασαι</i>, Επικ. <i>ἔρασσαι</i>· βʹ πληθ. [[ἐράασθε]] (όπως [[ἀγάασθε]])· γʹ ενικ. υποτ. <i>ἔρηται</i>, Δωρ. <i>ἔρᾱται</i>· ευκτ. <i>ἐραίμην</i>, παρατ. [[ἠράμην]] [ᾰ], μέλ. <i>ἐρασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠράσθην]]· επίσης, Μέσ. <i>ἠρᾰσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>ἠράσσατο</i>, <i>ἐράσσατο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αγαπώ]], είμαι ερωτευμένος με, [[αγαπώ]] [[σφόδρα]], με γεν. προσ., σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[αγαπώ]] με [[πάθος]], [[λαχταρώ]], [[επιθυμώ]] φλογερά [[κάτι]], [[εποφθαλμιώ]], [[επιθυμώ]] ζωηρά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[επιθυμώ]] διακαώς, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.
}}
}}