Anonymous

ἔραμαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔρᾰμαι:''' βʹ ενικ. <i>ἔρασαι</i>, Επικ. <i>ἔρασσαι</i>· βʹ πληθ. [[ἐράασθε]] (όπως [[ἀγάασθε]])· γʹ ενικ. υποτ. <i>ἔρηται</i>, Δωρ. <i>ἔρᾱται</i>· ευκτ. <i>ἐραίμην</i>, παρατ. [[ἠράμην]] [ᾰ], μέλ. <i>ἐρασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠράσθην]]· επίσης, Μέσ. <i>ἠρᾰσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>ἠράσσατο</i>, <i>ἐράσσατο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αγαπώ]], είμαι ερωτευμένος με, [[αγαπώ]] [[σφόδρα]], με γεν. προσ., σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[αγαπώ]] με [[πάθος]], [[λαχταρώ]], [[επιθυμώ]] φλογερά [[κάτι]], [[εποφθαλμιώ]], [[επιθυμώ]] ζωηρά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[επιθυμώ]] διακαώς, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἔρᾰμαι:''' βʹ ενικ. <i>ἔρασαι</i>, Επικ. <i>ἔρασσαι</i>· βʹ πληθ. [[ἐράασθε]] (όπως [[ἀγάασθε]])· γʹ ενικ. υποτ. <i>ἔρηται</i>, Δωρ. <i>ἔρᾱται</i>· ευκτ. <i>ἐραίμην</i>, παρατ. [[ἠράμην]] [ᾰ], μέλ. <i>ἐρασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠράσθην]]· επίσης, Μέσ. <i>ἠρᾰσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>ἠράσσατο</i>, <i>ἐράσσατο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αγαπώ]], είμαι ερωτευμένος με, [[αγαπώ]] [[σφόδρα]], με γεν. προσ., σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[αγαπώ]] με [[πάθος]], [[λαχταρώ]], [[επιθυμώ]] φλογερά [[κάτι]], [[εποφθαλμιώ]], [[επιθυμώ]] ζωηρά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[επιθυμώ]] διακαώς, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρᾰμαι:''' (impf. [[ἠράμην]], fut. ἐρασθήσομαι, aor. [[ἠράσθην]] и ἠρᾰσάμην - эп.-дор. тж. [[ἐρασσάμην]], pf. [[ἤρασμαι]] part. ἐρασθείς)<br /><b class="num">1)</b> страстно любить (τινος Hom., Pind., Aesch., Her.);<br /><b class="num">2)</b> страстно желать, жаждать (τινος Her., Arph., Plat., Theocr. и ποιεῖν τι Pind., Soph., Eur.).
}}
}}