Anonymous

εὐλείμων: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐλείμων]], -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων [[ἱππήλατος]] οὐδ' [[εὐλείμων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λειμών]] «[[λιβάδι]]»].
|mltxt=[[εὐλείμων]], -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων [[ἱππήλατος]] οὐδ' [[εὐλείμων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λειμών]] «[[λιβάδι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐλείμων:''' -ον, αυτός που έχει [[καλά]], εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.
}}
}}