Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐεργέτης: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ευεργέτις]] και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ [[εὐεργέτης]], θηλ. [[εὐεργέτις]] και εὐεργέτισσα)<br />αυτός που προσφέρει [[ευεργεσία]], αγαθή και ωφέλιμη [[πράξη]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] που απονέμεται από κάποιο [[ίδρυμα]] σε άτομα για την [[προσφορά]] μεγάλου χρηματικού ποσού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εθνικός]] [[ευεργέτης]]» — αυτός που ευεργέτησε το [[έθνος]] με δωρεές και κληροδοτήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τιμητικός]] [[τίτλος]] σε ανθρώπους που ευεργέτησαν την [[πόλη]] («[[εὐεργέτης]] βασιλέος ἀνεγράφη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αγαθοεργός]], [[ευεργετικός]] («[[εὐεργέτης]] [[ἀνήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευεργός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[έργον]]) [[κατά]] τα [[οίκος]] &GT; [[οικέτης]]].
|mltxt=ο, θηλ. [[ευεργέτις]] και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ [[εὐεργέτης]], θηλ. [[εὐεργέτις]] και εὐεργέτισσα)<br />αυτός που προσφέρει [[ευεργεσία]], αγαθή και ωφέλιμη [[πράξη]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] που απονέμεται από κάποιο [[ίδρυμα]] σε άτομα για την [[προσφορά]] μεγάλου χρηματικού ποσού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εθνικός]] [[ευεργέτης]]» — αυτός που ευεργέτησε το [[έθνος]] με δωρεές και κληροδοτήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τιμητικός]] [[τίτλος]] σε ανθρώπους που ευεργέτησαν την [[πόλη]] («[[εὐεργέτης]] βασιλέος ἀνεγράφη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αγαθοεργός]], [[ευεργετικός]] («[[εὐεργέτης]] [[ἀνήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευεργός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[έργον]]) [[κατά]] τα [[οίκος]] &GT; [[οικέτης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐεργέτης:''' -ου, ὁ (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κάνει καλό, αυτός που ωφελεί, σε Σοφ.· <i>τινί</i>, σε κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ.· συνηθέστερα, <i>τινός</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τιμητικός]] [[τίτλος]] που απονέμονταν σε ανθρώπους που είχαν προσφέρει κάποια [[υπηρεσία]], κάποιο [[ευεργέτημα]] στην πόλη, <i>εὐ. βασιλέος ἀνεγράφη</i>, καταχωρήθηκε, σημειώθηκε στα βιβλία ως [[ευεργέτης]], [[δωρητής]] του βασιλιά, στον ίδ.· ομοίως, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}