Anonymous

εὐπάθεια: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐπάθεια]], Α και ιων. τ. [[εὐπαθίη]]) [[ευπαθής]]<br />(για νόσους) η [[έλλειψη]] αντοχής του οργανισμού, η [[ευαισθησία]] στις παθήσεις, στις νόσους («[[ευπάθεια]] στομάχου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[φυσικά]] όργανα ή συσκευές) η [[ιδιότητα]] μιας συσκευής να σημειώνει και τις ελάχιστες εξωτερικές αλλοιώσεις ή επιδράσεις, η [[ευαισθησία]] («[[ευπάθεια]] βαρομέτρου, ζυγού κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλαυση]] αγαθών, [[ησυχία]], [[άνεση]], [[ευμάρεια]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ εὐπάθειαι</i><br />α) [[τέρψη]], [[τρυφή]], [[αισθητική]] [[ηδονή]], [[απόλαυση]]<br />β) ορεκτικό εδώδιμο, [[λίχνευμα]], [[άρτυμα]], ηδυντικό<br />γ) (στους Στωικούς) ευχάριστη [[διάθεση]]<br /><b>3.</b> ψυχική [[ανακούφιση]], [[ευχαρίστηση]], [[ικανοποίηση]]<br /><b>4.</b> [[ευεργεσία]]<br /><b>5.</b> (για πρόσωπα) η [[ιδιότητα]] του να συλλαμβάνει [[κανείς]] εύκολα τις εξωτερικές εντυπώσεις<br /><b>6.</b> (για πράγματα) το να παθαίνει ένα [[πράγμα]] εύκολα [[κάτι]], η [[αλλοίωση]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐπαθείας [[ἐπιτηδεύω]]» — επιδίδομαι σε τέρψεις, σε απολαύσεις<br />β) «ἐν εὐπαθείαις [[εἰμί]]» — [[διασκεδάζω]], [[γλεντοκοπώ]], βρίσκομαι σε [[ευθυμία]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐπάθεια]], Α και ιων. τ. [[εὐπαθίη]]) [[ευπαθής]]<br />(για νόσους) η [[έλλειψη]] αντοχής του οργανισμού, η [[ευαισθησία]] στις παθήσεις, στις νόσους («[[ευπάθεια]] στομάχου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[φυσικά]] όργανα ή συσκευές) η [[ιδιότητα]] μιας συσκευής να σημειώνει και τις ελάχιστες εξωτερικές αλλοιώσεις ή επιδράσεις, η [[ευαισθησία]] («[[ευπάθεια]] βαρομέτρου, ζυγού κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλαυση]] αγαθών, [[ησυχία]], [[άνεση]], [[ευμάρεια]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ εὐπάθειαι</i><br />α) [[τέρψη]], [[τρυφή]], [[αισθητική]] [[ηδονή]], [[απόλαυση]]<br />β) ορεκτικό εδώδιμο, [[λίχνευμα]], [[άρτυμα]], ηδυντικό<br />γ) (στους Στωικούς) ευχάριστη [[διάθεση]]<br /><b>3.</b> ψυχική [[ανακούφιση]], [[ευχαρίστηση]], [[ικανοποίηση]]<br /><b>4.</b> [[ευεργεσία]]<br /><b>5.</b> (για πρόσωπα) η [[ιδιότητα]] του να συλλαμβάνει [[κανείς]] εύκολα τις εξωτερικές εντυπώσεις<br /><b>6.</b> (για πράγματα) το να παθαίνει ένα [[πράγμα]] εύκολα [[κάτι]], η [[αλλοίωση]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐπαθείας [[ἐπιτηδεύω]]» — επιδίδομαι σε τέρψεις, σε απολαύσεις<br />β) «ἐν εὐπαθείαις [[εἰμί]]» — [[διασκεδάζω]], [[γλεντοκοπώ]], βρίσκομαι σε [[ευθυμία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπάθεια:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[απόλαυση]] αγαθών, [[άνεση]], [[καλοπέραση]], [[ανάπαυση]], [[ησυχία]], σε Ξεν.· [[ιδίως]], στον πληθ., απολαύσεις, τέρψεις, τρυφές, ἐν εὐπαθίῃσι [[εἶναι]], [[απολαμβάνω]], [[διασκεδάζω]], τέρπομαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λιχουδιές, νοστιμιές, σε Ξεν.
}}
}}