Anonymous

εὐπάθεια: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπάθεια:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[απόλαυση]] αγαθών, [[άνεση]], [[καλοπέραση]], [[ανάπαυση]], [[ησυχία]], σε Ξεν.· [[ιδίως]], στον πληθ., απολαύσεις, τέρψεις, τρυφές, ἐν εὐπαθίῃσι [[εἶναι]], [[απολαμβάνω]], [[διασκεδάζω]], τέρπομαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λιχουδιές, νοστιμιές, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐπάθεια:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[απόλαυση]] αγαθών, [[άνεση]], [[καλοπέραση]], [[ανάπαυση]], [[ησυχία]], σε Ξεν.· [[ιδίως]], στον πληθ., απολαύσεις, τέρψεις, τρυφές, ἐν εὐπαθίῃσι [[εἶναι]], [[απολαμβάνω]], [[διασκεδάζω]], τέρπομαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λιχουδιές, νοστιμιές, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπάθεια:''' ἡ<b class="num">1)</b> наслаждение, удовольствие; благополучие (ἐν εὐπαθείῃσι Her. и ἐν εὐπαθείαις εἶναι Plut.; πρὸς εὐπάθειαν [[ἰέναι]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (у стоиков) духовное блаженство Plut., Diog. L.;<br /><b class="num">3)</b> (повышенная) чувствительность, впечатлительность Plut.
}}
}}