Anonymous

εὔμνηστος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔμνηστος]], -ον, δωρ. τ. [[εὔμναστος]], -ον (Α)<br />αυτός που θυμάται ή αναπολεί, που σκέπτεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μνηστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μνάομαι]] «[[ενθυμούμαι]]»)].
|mltxt=[[εὔμνηστος]], -ον, δωρ. τ. [[εὔμναστος]], -ον (Α)<br />αυτός που θυμάται ή αναπολεί, που σκέπτεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μνηστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μνάομαι]] «[[ενθυμούμαι]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔμνηστος:''' Δωρ. -μναστος, -ον, αυτός που θυμάται [[καλά]], [[επιμελής]], [[προσεκτικός]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.
}}
}}