3,277,218
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔμνηστος:''' Δωρ. -μναστος, -ον, αυτός που θυμάται [[καλά]], [[επιμελής]], [[προσεκτικός]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. | |lsmtext='''εὔμνηστος:''' Δωρ. -μναστος, -ον, αυτός που θυμάται [[καλά]], [[επιμελής]], [[προσεκτικός]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔμνηστος:''' дор. [[εὔμναστος|εὔμνᾱστος]] 2 хорошо запомнивший, крепко помнящий (τινος Soph.). | |||
}} | }} |