Anonymous

εὔμνηστος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔμνηστος:''' Δωρ. -μναστος, -ον, αυτός που θυμάται [[καλά]], [[επιμελής]], [[προσεκτικός]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''εὔμνηστος:''' Δωρ. -μναστος, -ον, αυτός που θυμάται [[καλά]], [[επιμελής]], [[προσεκτικός]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμνηστος:''' дор. [[εὔμναστος|εὔμνᾱστος]] 2 хорошо запомнивший, крепко помнящий (τινος Soph.).
}}
}}