Anonymous

εὐσχήμων: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐσχήμων]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]], ωραία [[εμφάνιση]]<br /><b>2.</b> [[ευπρεπής]], [[κόσμιος]] στην [[εμφάνιση]] και στη [[συμπεριφορά]]<br /><b>3.</b> [[πρόκριτος]], [[προύχοντας]], [[ευκατάστατος]] («Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας [[εὐσχήμων]] [[βουλευτής]]»)<br /><b>4.</b> [[έντιμος]] και [[σεβαστός]], αξιοσέβαστατος<br /><b>5.</b> εξωτερικά ή επιφανειακά μόνο [[ευπρεπής]] και [[σοβαρός]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔσχημον</i><br />η [[ευσχημοσύνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσχημόνως</i> (ΑΜ)<br />με [[ευσχημοσύνη]], με [[ευπρέπεια]] και [[κοσμιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-<i>σχήμων</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>σχήμων</i>].
|mltxt=[[εὐσχήμων]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]], ωραία [[εμφάνιση]]<br /><b>2.</b> [[ευπρεπής]], [[κόσμιος]] στην [[εμφάνιση]] και στη [[συμπεριφορά]]<br /><b>3.</b> [[πρόκριτος]], [[προύχοντας]], [[ευκατάστατος]] («Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας [[εὐσχήμων]] [[βουλευτής]]»)<br /><b>4.</b> [[έντιμος]] και [[σεβαστός]], αξιοσέβαστατος<br /><b>5.</b> εξωτερικά ή επιφανειακά μόνο [[ευπρεπής]] και [[σοβαρός]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔσχημον</i><br />η [[ευσχημοσύνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσχημόνως</i> (ΑΜ)<br />με [[ευσχημοσύνη]], με [[ευπρέπεια]] και [[κοσμιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-<i>σχήμων</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>σχήμων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐσχήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[σχῆμα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κομψός]] στο [[σχήμα]], [[καλόγνωμος]], [[ήπιος]] στον χαρακτήρα και τη [[συμπεριφορά]], [[χαριτωμένος]], σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-έστερος</i>· υπερθ. <i>-έστατος</i>, στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], αυτός που δίνει εξωτερική [[εντύπωση]] καλοσύνης, [[απατηλός]], [[αληθοφανής]], [[ορθός]] κατ' [[επίφαση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[πρέπων]], αρμόζων, [[ταιριαστός]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὸεὔσχημον</i>, Λατ. decorum, σε Πλάτ.· επίρρ. -[[μόνως]], με [[χάρη]] και αξιοπρέπια, όπως [[ένας]] «[[τζέντλεμαν]]», σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[ευγενής]], [[έντιμος]], [[αξιότιμος]], εντιμότατος, σε περίοπτη κοινωνική [[θέση]], [[πλούσιος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}