Anonymous

εὔλεκτρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔλεκτρος]], -ον (Α)<br />1) (για την [[Αφροδίτη]]) αυτός που παρέχει συζυγική [[ευτυχία]]<br /><b>2.</b> (για [[νύφη]]) ωραία («[[ἵμερος]] εὐλέκτρου νύμφας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λέκτρον]] «[[κλίνη]] (συζυγική)» (<span style="color: red;"><</span> [[λέχομαι]] «[[πλαγιάζω]]»)].
|mltxt=[[εὔλεκτρος]], -ον (Α)<br />1) (για την [[Αφροδίτη]]) αυτός που παρέχει συζυγική [[ευτυχία]]<br /><b>2.</b> (για [[νύφη]]) ωραία («[[ἵμερος]] εὐλέκτρου νύμφας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λέκτρον]] «[[κλίνη]] (συζυγική)» (<span style="color: red;"><</span> [[λέχομαι]] «[[πλαγιάζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), αυτός που προσφέρει, παρέχει συζυγική [[ευτυχία]], αυτός που ευλογεί τον γάμο, σε Σοφ.
}}
}}