εὔλεκτρος
English (LSJ)
εὔλεκτρον,
A bringing wedded happiness, of Aphrodite, S.Tr.515 (lyr.), AP5.244 (Maced.).
2 a beauteous bride, S.Ant.796 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1078] mit schönem Bett; νύμφα, die schöne Braut, Soph. Ant. 791; Κύπρις, die ein schönes Ehebett gewährt, Tr. 513; so Maced. 7 (V, 245).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont la couche est désirable;
2 propice aux hymens.
Étymologie: εὖ, λέκτρον.
Russian (Dvoretsky)
εὔλεκτρος:
1 прелестный, желанный (νύμφη Soph.);
2 благоприятствующий браку, сулящий счастливый брак (Κύπρις Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔλεκτρος: -ον, παρέχων συζυγικὴν εὐτυχίαν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Σοφ. Τρ. 515, Ἀνθ. Π. 5. 545 · ἐπὶ νύμφης, ὡραία, Σοφ. Ἀντ. 795.
Greek Monolingual
εὔλεκτρος, -ον (Α)
1) (για την Αφροδίτη) αυτός που παρέχει συζυγική ευτυχία
2. (για νύφη) ωραία («ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λέκτρον «κλίνη (συζυγική)» (< λέχομαι «πλαγιάζω»)].
Greek Monotonic
εὔλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που προσφέρει, παρέχει συζυγική ευτυχία, αυτός που ευλογεί τον γάμο, σε Σοφ.
Middle Liddell
εὔ-λεκτρος, ον λέκτρον
bringing wedded happiness, blessing marriage, Soph.