3,277,242
edits
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=εύηθες (ΑΜ [[εὐήθης]], εὔηθες)<br />υπερβολικά [[αγαθός]] και [[αφελής]], [[χαζός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό [[ήθος]], [[απλός]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα [[γνώρισμα]] τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το [[άλλο]] τών πιο πανούργων, Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔηθες</i><br />[[αγαθό]] [[ήθος]], [[απλότητα]], [[εντιμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) <b>(ευφημ.)</b> «καλόψυχη», [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> (για νόσο ή [[τραύμα]]) ευκολοθεράπευτος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὔηθές ἔστι» — [[είναι]] [[ανοησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐήθως</i> (Α)<br />με υπερβολική [[αφέλεια]], ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλο</i>-<i>ήθης</i>, <i>συν</i>-<i>ήθης</i>. Πρόκειται για ευφημισμό (<i>ευ</i>-<i>ήθης</i> = «με καλό χαρακτήρα») [[αντί]] του [[βλαξ]] («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. [[αγαθός]] και [[αγαθιάρης]] ([[συνδυασμός]] του ευφημιστικού θέματος <i>αγαθ</i>- με τη μειωτικής σημασίας [[κατάληξη]] -<i>ιάρης</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>κιτριν</i>-<i>ιάρης</i>, <i>κλαψ</i>-<i>ιάρης</i>, <i>κουλτουρ</i>-<i>ιάρης</i>)]. | |mltxt=εύηθες (ΑΜ [[εὐήθης]], εὔηθες)<br />υπερβολικά [[αγαθός]] και [[αφελής]], [[χαζός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό [[ήθος]], [[απλός]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα [[γνώρισμα]] τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το [[άλλο]] τών πιο πανούργων, Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔηθες</i><br />[[αγαθό]] [[ήθος]], [[απλότητα]], [[εντιμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) <b>(ευφημ.)</b> «καλόψυχη», [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> (για νόσο ή [[τραύμα]]) ευκολοθεράπευτος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὔηθές ἔστι» — [[είναι]] [[ανοησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐήθως</i> (Α)<br />με υπερβολική [[αφέλεια]], ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλο</i>-<i>ήθης</i>, <i>συν</i>-<i>ήθης</i>. Πρόκειται για ευφημισμό (<i>ευ</i>-<i>ήθης</i> = «με καλό χαρακτήρα») [[αντί]] του [[βλαξ]] («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. [[αγαθός]] και [[αγαθιάρης]] ([[συνδυασμός]] του ευφημιστικού θέματος <i>αγαθ</i>- με τη μειωτικής σημασίας [[κατάληξη]] -<i>ιάρης</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>κιτριν</i>-<i>ιάρης</i>, <i>κλαψ</i>-<i>ιάρης</i>, <i>κουλτουρ</i>-<i>ιάρης</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐήθης:''' -ες ([[ἦθος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλόκαρδος]], [[καλόψυχος]], [[ανοιχτόκαρδος]], [[αγαθός]], [[άδολος]], [[ευθύς]], [[ειλικρινής]], [[ντόμπρος]], σε Πλάτ.· τὸ εὔηθες = [[εὐήθεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[απλοϊκός]], [[ανόητος]], [[μωρός]], [[κουτός]], σε Ηρόδ., Αττ.· ως ουσ., [[χαζός]], [[κορόιδο]], [[κουτορνίθι]], [[ηλίθιος]], [[άνθρωπος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-θως</i>, σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-έστερα</i>, στον ίδ.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |