Anonymous

εὐήθης: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐήθης:''' -ες ([[ἦθος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλόκαρδος]], [[καλόψυχος]], [[ανοιχτόκαρδος]], [[αγαθός]], [[άδολος]], [[ευθύς]], [[ειλικρινής]], [[ντόμπρος]], σε Πλάτ.· τὸ εὔηθες = [[εὐήθεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[απλοϊκός]], [[ανόητος]], [[μωρός]], [[κουτός]], σε Ηρόδ., Αττ.· ως ουσ., [[χαζός]], [[κορόιδο]], [[κουτορνίθι]], [[ηλίθιος]], [[άνθρωπος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-θως</i>, σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-έστερα</i>, στον ίδ.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''εὐήθης:''' -ες ([[ἦθος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλόκαρδος]], [[καλόψυχος]], [[ανοιχτόκαρδος]], [[αγαθός]], [[άδολος]], [[ευθύς]], [[ειλικρινής]], [[ντόμπρος]], σε Πλάτ.· τὸ εὔηθες = [[εὐήθεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[απλοϊκός]], [[ανόητος]], [[μωρός]], [[κουτός]], σε Ηρόδ., Αττ.· ως ουσ., [[χαζός]], [[κορόιδο]], [[κουτορνίθι]], [[ηλίθιος]], [[άνθρωπος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-θως</i>, σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-έστερα</i>, στον ίδ.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήθης:''' <b class="num">1)</b> прямодушный, добросердечный, простодушный, прямой (ποιηταί Arst.): τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων Lys. одно свойственно людям более (или менее) бесхитростным, другое же - отъявленным плутам;<br /><b class="num">2)</b> простоватый, наивный, бестолковый, нелепый ([[μῦθος]] Her.; [[λόγος]] Plat.; τὸ τῶν προβάτων [[γένος]] Arst.; μηχανᾶσθαι [[πρῆγμα]] εὐηθέστατον Her.; εὐήθη τινὰ ἀποδεικνύναι Plut.).
}}
}}