Anonymous

ἐΰννητος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐΰννητος]], -ον (Α)<br />(επικ. τ. [[αντί]] εύνητος) αυτός που έχει γνεστεί ή υφανθεί καλά, καλογνεσμένος, καλοϋφασμένος («οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευς</i> (<i>ευ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[νητός]] «υφασμένος (<span style="color: red;"><</span> [[νήθω]] «[[γνέθω]]»)].
|mltxt=[[ἐΰννητος]], -ον (Α)<br />(επικ. τ. [[αντί]] εύνητος) αυτός που έχει γνεστεί ή υφανθεί καλά, καλογνεσμένος, καλοϋφασμένος («οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευς</i> (<i>ευ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[νητός]] «υφασμένος (<span style="color: red;"><</span> [[νήθω]] «[[γνέθω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐΰννητος:''' -ον, Επικ. αντί <i>εὔ-νητος</i> ([[νέω]]), [[καλά]] υφασμένος, σε Όμηρ.
}}
}}