Anonymous

ἐΰννητος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq. c.</i> [[εὔνητος]].
|btext=<i>épq. c.</i> [[εὔνητος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐΰννητος]], -ον (Α)<br />(επικ. τ. [[αντί]] εύνητος) αυτός που έχει γνεστεί ή υφανθεί καλά, καλογνεσμένος, καλοϋφασμένος («οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευς</i> (<i>ευ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[νητός]] «υφασμένος (<span style="color: red;"><</span> [[νήθω]] «[[γνέθω]]»)].
}}
}}