Anonymous

εὐτυχία: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτυχία]], Α ιων. τ. [[εὐτυχία]], Μ και εὐτυχιά) [[ευτυχώ]]<br />το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[ευτυχής]], καλή [[τύχη]], [[ευημερία]], [[ευδαιμονία]], [[επιτυχία]] του σκοπού (α. «[[ευτυχία]] να πιθυμάη και [[ποτέ]] να μη τήν δει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῡμαι μεταστῆναι», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />καλή [[μοίρα]], καλό [[ριζικό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐτυχίαι</i><br />οι ηδονές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐτυχίᾳ χρῶμαι» — [[είμαι]] [[τυχερός]]<br />β) «ἐξ εὐτυχίας» — ως επακόλουθο κάποιας ευτυχούς καταστάσεως<br />γ) «ἡ ἐν τῷ πολέμῳ [[εὐτυχία]]» — η πολεμική [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐτυχίαι</i><br />τα ευτυχήματα, τα ευτυχή γεγονότα, οι επιτυχίες.
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτυχία]], Α ιων. τ. [[εὐτυχία]], Μ και εὐτυχιά) [[ευτυχώ]]<br />το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[ευτυχής]], καλή [[τύχη]], [[ευημερία]], [[ευδαιμονία]], [[επιτυχία]] του σκοπού (α. «[[ευτυχία]] να πιθυμάη και [[ποτέ]] να μη τήν δει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῡμαι μεταστῆναι», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />καλή [[μοίρα]], καλό [[ριζικό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐτυχίαι</i><br />οι ηδονές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐτυχίᾳ χρῶμαι» — [[είμαι]] [[τυχερός]]<br />β) «ἐξ εὐτυχίας» — ως επακόλουθο κάποιας ευτυχούς καταστάσεως<br />γ) «ἡ ἐν τῷ πολέμῳ [[εὐτυχία]]» — η πολεμική [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐτυχίαι</i><br />τα ευτυχήματα, τα ευτυχή γεγονότα, οι επιτυχίες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐτῠχία:''' ἡ, [[καλή]] [[τύχη]], [[επιτυχία]], [[ευημερία]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· εὐτυχίᾳ [[χρῆσθαι]], σε Πλάτ.· στον πληθ., ευτυχήματα, επιτυχείς εκβάσεις, σε Θουκ.
}}
}}