3,273,735
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐτῠχία:''' ἡ, [[καλή]] [[τύχη]], [[επιτυχία]], [[ευημερία]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· εὐτυχίᾳ [[χρῆσθαι]], σε Πλάτ.· στον πληθ., ευτυχήματα, επιτυχείς εκβάσεις, σε Θουκ. | |lsmtext='''εὐτῠχία:''' ἡ, [[καλή]] [[τύχη]], [[επιτυχία]], [[ευημερία]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· εὐτυχίᾳ [[χρῆσθαι]], σε Πλάτ.· στον πληθ., ευτυχήματα, επιτυχείς εκβάσεις, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐτῠχία:''' ион. εὐτῠχίη ἡ тж. pl. счастье, преуспеяние, успех (ἡ κατὰ πόλεμον εὐ. Thuc.; [[πολλῇ]] εὐτυχίᾳ [[χρῆσθαι]] Plat.; οἱ ἐν εὐτυχίαις μεγάλαις ὄντες Arst.): ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ Eur., Plat. и ἐπ᾽ εὐτυχίαισιν Arph. счастливо или на счастье, к счастью. | |||
}} | }} |