Anonymous

εὐτυχία: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐτῠχία:''' ἡ, [[καλή]] [[τύχη]], [[επιτυχία]], [[ευημερία]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· εὐτυχίᾳ [[χρῆσθαι]], σε Πλάτ.· στον πληθ., ευτυχήματα, επιτυχείς εκβάσεις, σε Θουκ.
|lsmtext='''εὐτῠχία:''' ἡ, [[καλή]] [[τύχη]], [[επιτυχία]], [[ευημερία]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· εὐτυχίᾳ [[χρῆσθαι]], σε Πλάτ.· στον πληθ., ευτυχήματα, επιτυχείς εκβάσεις, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτῠχία:''' ион. εὐτῠχίη ἡ тж. pl. счастье, преуспеяние, успех (ἡ κατὰ πόλεμον εὐ. Thuc.; [[πολλῇ]] εὐτυχίᾳ [[χρῆσθαι]] Plat.; οἱ ἐν εὐτυχίαις μεγάλαις ὄντες Arst.): ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ Eur., Plat. и ἐπ᾽ εὐτυχίαισιν Arph. счастливо или на счастье, к счастью.
}}
}}