3,274,216
edits
(15) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἔχιδνα]], Μ και ἔχιδνος, ή)<br />[[οχιά]] («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> γενική [[ονομασία]] δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών της οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ. για πρόσ.</b> [[κακεντρεχής]] και [[δόλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> άπιστη [[σύζυγος]] ή [[άπιστος]] [[φίλος]] ή πονηρή [[γυναίκα]] (α. «θανόντος ἐν πλεκταῑσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Ἔχιδνα</i><br />χθόνιο [[τέρας]] («δεινῆς Ἐχίδνης [[θρέμμα]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του <i>έχιδνος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ya</i>, παράγωγο και πιο [[συνηθισμένος]] τ. του αρχ. [[έχις]] «[[έχιδνα]], [[φίδι]]», ο [[οποίος]] συνδέεται με τη λ. <i>όφις</i> (<b>βλ.</b> [[φίδι]]) και αποτελεί τον αρχικό τ. της λ. [[εχίνος]] «[[σκαντζόχοιρος]]». Το νεοελλ. [[οχιά]] προέρχεται από το αρχ. [[έχις]] υπό την [[επίδραση]] του τ. <i>όφις</i>, ενώ το <i>όχεντρα</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>έχεντρα</i> με την [[επίδραση]] της λ. <i>όφις</i> και [[κατάληξη]] -<i>εντρα</i> [[κατά]] το <i>σκολόπεντρα</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[έχιδνα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εχιδναίος]], [[εχιδνήεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>εχιδνίδαι</i>, [[εχιδνισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εχιδνοειδής]], [[εχιδνοκέφαλος]], [[εχιδνόκομος]], [[εχιδνοφαγία]], [[εχιδνοχαρής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εχιδνώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εχιδνολογώ]], [[εχιδνότοκος]]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[ἔχιδνα]], Μ και ἔχιδνος, ή)<br />[[οχιά]] («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> γενική [[ονομασία]] δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών της οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ. για πρόσ.</b> [[κακεντρεχής]] και [[δόλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> άπιστη [[σύζυγος]] ή [[άπιστος]] [[φίλος]] ή πονηρή [[γυναίκα]] (α. «θανόντος ἐν πλεκταῑσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Ἔχιδνα</i><br />χθόνιο [[τέρας]] («δεινῆς Ἐχίδνης [[θρέμμα]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του <i>έχιδνος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ya</i>, παράγωγο και πιο [[συνηθισμένος]] τ. του αρχ. [[έχις]] «[[έχιδνα]], [[φίδι]]», ο [[οποίος]] συνδέεται με τη λ. <i>όφις</i> (<b>βλ.</b> [[φίδι]]) και αποτελεί τον αρχικό τ. της λ. [[εχίνος]] «[[σκαντζόχοιρος]]». Το νεοελλ. [[οχιά]] προέρχεται από το αρχ. [[έχις]] υπό την [[επίδραση]] του τ. <i>όφις</i>, ενώ το <i>όχεντρα</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>έχεντρα</i> με την [[επίδραση]] της λ. <i>όφις</i> και [[κατάληξη]] -<i>εντρα</i> [[κατά]] το <i>σκολόπεντρα</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[έχιδνα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εχιδναίος]], [[εχιδνήεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>εχιδνίδαι</i>, [[εχιδνισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εχιδνοειδής]], [[εχιδνοκέφαλος]], [[εχιδνόκομος]], [[εχιδνοφαγία]], [[εχιδνοχαρής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εχιδνώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εχιδνολογώ]], [[εχιδνότοκος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔχιδνα:''' ἡ ([[ἔχις]]), [[οχιά]], [[έχιδνα]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για άπιστη σύζυγο ή ύπουλο φίλο, σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |