Anonymous

εὐήμερος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐήμερος]], -ον (ΑΜ, Α και δωρ. τ. εὐάμερος, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ωραία ή ευτυχισμένη [[μέρα]] («λευκὸν εὐάμερον [[φάος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρούμενος]], [[ευτυχισμένος]] («εὐάμεροι μολπαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐήμερον</i><br />[[καλοπέραση]] («τὸ γάρ εὐήμερον πολυετίας κρεῑττον», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ημέρα]]].
|mltxt=[[εὐήμερος]], -ον (ΑΜ, Α και δωρ. τ. εὐάμερος, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ωραία ή ευτυχισμένη [[μέρα]] («λευκὸν εὐάμερον [[φάος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρούμενος]], [[ευτυχισμένος]] («εὐάμεροι μολπαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐήμερον</i><br />[[καλοπέραση]] («τὸ γάρ εὐήμερον πολυετίας κρεῑττον», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ημέρα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐήμερος:''' Δωρ. εὐ-άμ-[ᾱ], -ον ([[ἡμέρα]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει σε ωραία [[μέρα]], εὐ. [[φάος]], ευτυχισμένη [[μέρα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που χαίρεται, απολαμβάνει μια ευτυχισμένη [[μέρα]], [[εύθυμος]], [[χαρωπός]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}