Anonymous

εὐήμερος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐήμερος:''' Δωρ. εὐ-άμ-[ᾱ], -ον ([[ἡμέρα]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει σε ωραία [[μέρα]], εὐ. [[φάος]], ευτυχισμένη [[μέρα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που χαίρεται, απολαμβάνει μια ευτυχισμένη [[μέρα]], [[εύθυμος]], [[χαρωπός]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''εὐήμερος:''' Δωρ. εὐ-άμ-[ᾱ], -ον ([[ἡμέρα]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει σε ωραία [[μέρα]], εὐ. [[φάος]], ευτυχισμένη [[μέρα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που χαίρεται, απολαμβάνει μια ευτυχισμένη [[μέρα]], [[εύθυμος]], [[χαρωπός]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήμερος:''' [[ἥμερος]] кроткий, беззлобный (τῆς ψυχῆς [[μοῖρα]] Plat.).<br /><b class="num">I</b> дор. [[εὐάμερος]] 2 [[ἡμέρα]]<br /><b class="num">1)</b> сияющий в день счастья ([[φάος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> счастливый, радостный (μολπαί Eur.; [[πρόσωπον]] Arph.).
}}
}}