Anonymous

εὔστοχος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔστοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπάει τον στόχο του με [[επιτυχία]] («εὔστοχον [[ὅπλον]]»)<br /><b>2.</b> ο [[ευφυής]], ο [[έξυπνος]]<br /><b>3.</b> αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εύστοχο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευστοχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντελεί σε [[επιτυχία]], ο [[κατάλληλος]], ο [[ακριβής]], ο επιτυχημένος («εὐστοχη [[ενέργεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] [[επιτυχία]], [[ευτυχής]], [[ασφαλής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευστόχως</i> και <i>εύστοχα</i> (ΑΜ εὐστόχως, Α και εὔστοχα)<br /><b>1.</b> με [[επιτυχία]] («οὐ μὴν πάντες εὔστοχα τοξεύουσι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> σωστά<br /><b>3.</b> [[επιδέξια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στόχος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔστοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπάει τον στόχο του με [[επιτυχία]] («εὔστοχον [[ὅπλον]]»)<br /><b>2.</b> ο [[ευφυής]], ο [[έξυπνος]]<br /><b>3.</b> αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εύστοχο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευστοχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντελεί σε [[επιτυχία]], ο [[κατάλληλος]], ο [[ακριβής]], ο επιτυχημένος («εὐστοχη [[ενέργεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] [[επιτυχία]], [[ευτυχής]], [[ασφαλής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευστόχως</i> και <i>εύστοχα</i> (ΑΜ εὐστόχως, Α και εὔστοχα)<br /><b>1.</b> με [[επιτυχία]] («οὐ μὴν πάντες εὔστοχα τοξεύουσι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> σωστά<br /><b>3.</b> [[επιδέξια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στόχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔστοχος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει επιτυχημένο [[σημάδι]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που σκοπεύει [[καλά]], στον ίδ.· επίρρ. [[εὐστόχως]] βάλλειν, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., αυτός που εκτιμά εύστοχα, υποθέτει [[καλά]], [[οξύνους]], [[ευφυής]], σε Αριστ.
}}
}}