3,277,020
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔστοχος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει επιτυχημένο [[σημάδι]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που σκοπεύει [[καλά]], στον ίδ.· επίρρ. [[εὐστόχως]] βάλλειν, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., αυτός που εκτιμά εύστοχα, υποθέτει [[καλά]], [[οξύνους]], [[ευφυής]], σε Αριστ. | |lsmtext='''εὔστοχος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει επιτυχημένο [[σημάδι]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που σκοπεύει [[καλά]], στον ίδ.· επίρρ. [[εὐστόχως]] βάλλειν, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., αυτός που εκτιμά εύστοχα, υποθέτει [[καλά]], [[οξύνους]], [[ευφυής]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔστοχος:''' эп. ἐΰστοχος 2<br /><b class="num">1)</b> метко брошенный, попадающий прямо в цель (λόγχαι Eur.; [[ἀκόντιον]] Xen.; [[πληγή]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. τὴν τοξικὴν εὔ. Luc.) бьющий без промаха, меткий ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> целесообразный, удачный ([[πρᾶξις]] εἰς τὰ [[κοινά]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> меткий, остроумный Arst.: εὔ. ἐν ἀπαντήσεσιν Diog. L. метко возражающий. | |||
}} | }} |