Anonymous

ζηλωτής: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ζηλωτής]], Α δωρ. τ. [[ζαλωτής]]) [[ζηλώ]]<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ζήλο, ο [[μιμητής]], ο [[θαυμαστής]] («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια [[θρησκεία]], ο [[θεοσεβής]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>οι ζηλωτές</i> (-<i>αί</i>)<br />οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι Φαρισαίοι του 1ου μ.Χ. αιώνα<br /><b>νεοελλ.</b><br />ευκίνητο μαύρο αραχνοειδές τών θερμών χωρών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>οι ζηλωτές</i> (-<i>αί</i>)<br />οπαδοί θρησκευτικοπολιτικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 14ου μ.Χ. αιώνα, που αποσκοπούσαν στην [[προστασία]] τών δικαιωμάτων τών πολιτών [[κάθε]] κοινωνικής τάξης και στη [[συμμετοχή]] τών πολιτών στη [[διοίκηση]] τών [[κοινών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζηλότυπος]], [[φθονερός]].
|mltxt=ο (AM [[ζηλωτής]], Α δωρ. τ. [[ζαλωτής]]) [[ζηλώ]]<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ζήλο, ο [[μιμητής]], ο [[θαυμαστής]] («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια [[θρησκεία]], ο [[θεοσεβής]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>οι ζηλωτές</i> (-<i>αί</i>)<br />οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι Φαρισαίοι του 1ου μ.Χ. αιώνα<br /><b>νεοελλ.</b><br />ευκίνητο μαύρο αραχνοειδές τών θερμών χωρών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>οι ζηλωτές</i> (-<i>αί</i>)<br />οπαδοί θρησκευτικοπολιτικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 14ου μ.Χ. αιώνα, που αποσκοπούσαν στην [[προστασία]] τών δικαιωμάτων τών πολιτών [[κάθε]] κοινωνικής τάξης και στη [[συμμετοχή]] τών πολιτών στη [[διοίκηση]] τών [[κοινών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζηλότυπος]], [[φθονερός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζηλωτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μιμητής]], [[ένθερμος]] [[οπαδός]] ή [[θιασώτης]] ενός ανθρώπου ή μίας ιδέας, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζηλωτής]], όρος που χρησιμοποιείται για να αποδώσει μεταφραστικά τους τύπους <i>Κανανίτης</i> ή <i>Καναναῖος</i> (από το Εβρ. gânâ, φλέγομαι από ενθουσιασμό ή από ζήλο), σε Καινή Διαθήκη
}}
}}