Anonymous

ζηλωτής: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζηλωτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μιμητής]], [[ένθερμος]] [[οπαδός]] ή [[θιασώτης]] ενός ανθρώπου ή μίας ιδέας, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζηλωτής]], όρος που χρησιμοποιείται για να αποδώσει μεταφραστικά τους τύπους <i>Κανανίτης</i> ή <i>Καναναῖος</i> (από το Εβρ. gânâ, φλέγομαι από ενθουσιασμό ή από ζήλο), σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ζηλωτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μιμητής]], [[ένθερμος]] [[οπαδός]] ή [[θιασώτης]] ενός ανθρώπου ή μίας ιδέας, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζηλωτής]], όρος που χρησιμοποιείται για να αποδώσει μεταφραστικά τους τύπους <i>Κανανίτης</i> ή <i>Καναναῖος</i> (από το Εβρ. gânâ, φλέγομαι από ενθουσιασμό ή από ζήλο), σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ζηλωτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> ревнитель, поклонник, ревностный последователь, приверженец, подражатель (τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat.; τῆς ἀρετῆς Isocr.; Θουκυδίδου Luc.; τῆς πολιτείας τινος Plut.; [[καλῶν]] ἔργων NT);<br /><b class="num">2)</b> зелот, ревностный последователь Моисеева закона NT.
}}
}}