Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζωστός: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωστός]], -ή, -όν)<br />ο ζωσμένος («ζωστό [[ξίφος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) <i>ἡ ζωστή</i><br />[[τίτλος]] και [[αξίωμα]] τών δεσποινών της βασιλικής αυλής τών οποίων [[έργο]] ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη [[βασίλισσα]], η [[κοσμήτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. σε -<i>τός</i> του ρ. [[ζώννυμι]] που αντιστοιχεί στο αβεστ. <i>y</i><i>ā</i>-<i>sta</i>-, λιθ. <i>juostas</i> και ανάγεται σε IE <i>i</i><i>ō</i><i>s</i>-<i>tos</i> «ζωσμένος»].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωστός]], -ή, -όν)<br />ο ζωσμένος («ζωστό [[ξίφος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) <i>ἡ ζωστή</i><br />[[τίτλος]] και [[αξίωμα]] τών δεσποινών της βασιλικής αυλής τών οποίων [[έργο]] ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη [[βασίλισσα]], η [[κοσμήτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. σε -<i>τός</i> του ρ. [[ζώννυμι]] που αντιστοιχεί στο αβεστ. <i>y</i><i>ā</i>-<i>sta</i>-, λιθ. <i>juostas</i> και ανάγεται σε IE <i>i</i><i>ō</i><i>s</i>-<i>tos</i> «ζωσμένος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζωστός:''' -ή, -όν ([[ζώννυμι]]), ζωσμένος, αυτός που έχει φορέσει [[ζώνη]] ή [[λωρίδα]] υφάσματος γύρω από τη [[μέση]] του, σε Πλούτ.
}}
}}