3,277,121
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζωστός:''' -ή, -όν ([[ζώννυμι]]), ζωσμένος, αυτός που έχει φορέσει [[ζώνη]] ή [[λωρίδα]] υφάσματος γύρω από τη [[μέση]] του, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ζωστός:''' -ή, -όν ([[ζώννυμι]]), ζωσμένος, αυτός που έχει φορέσει [[ζώνη]] ή [[λωρίδα]] υφάσματος γύρω από τη [[μέση]] του, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζωστός:''' [adj. verb. к [[ζώννυμι]] надеваемый на талию, опоясывающий ([[ἐπένδυμα]] τῶν Σικελικῶν Plut.). | |||
}} | }} |