3,273,006
edits
(16) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ζήτημα]]) [[ζητώ]]·1. αυτό το οποίο ζητείται, το [[αντικείμενο]] τἡς έρευνας («οὐ ῥᾁδιον [[ζήτημα]]» — δεν [[είναι]] [[πράγμα]] που βρίσκεται εύκολα, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αιτία]] προστριβών, [[διαφορά]], [[διένεξη]] («δημιουργεί ζητήματα εκ του μηδενός» — γεννά αφορμές για αδικαιολόγητες διενέξεις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> καθένα από τα ερωτήματα που υποβάλλονται στους ενόρκους και στα οποία [[πρέπει]] να απαντήσουν<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν υπάρχει [[ζήτημα]]» — δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται [[συζήτηση]], δεν υπάρχει [[πρόβλημα]]<br />β) «το έκανε [[ζήτημα]]» — έδωσε σε κάποιο [[θέμα]] [[μεγάλη]] [[σημασία]]<br />(νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[αίτημα]]<br /><b>2.</b> [[απόρημα]], [[ερώτημα]], [[πρόβλημα]] για [[λύση]]<br /><b>3.</b> [[παράκληση]], [[χάρη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[απαίτηση]], [[αξίωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έρευνα]], [[εξέταση]]. | |mltxt=το (AM [[ζήτημα]]) [[ζητώ]]·1. αυτό το οποίο ζητείται, το [[αντικείμενο]] τἡς έρευνας («οὐ ῥᾁδιον [[ζήτημα]]» — δεν [[είναι]] [[πράγμα]] που βρίσκεται εύκολα, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αιτία]] προστριβών, [[διαφορά]], [[διένεξη]] («δημιουργεί ζητήματα εκ του μηδενός» — γεννά αφορμές για αδικαιολόγητες διενέξεις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> καθένα από τα ερωτήματα που υποβάλλονται στους ενόρκους και στα οποία [[πρέπει]] να απαντήσουν<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν υπάρχει [[ζήτημα]]» — δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται [[συζήτηση]], δεν υπάρχει [[πρόβλημα]]<br />β) «το έκανε [[ζήτημα]]» — έδωσε σε κάποιο [[θέμα]] [[μεγάλη]] [[σημασία]]<br />(νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[αίτημα]]<br /><b>2.</b> [[απόρημα]], [[ερώτημα]], [[πρόβλημα]] για [[λύση]]<br /><b>3.</b> [[παράκληση]], [[χάρη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[απαίτηση]], [[αξίωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έρευνα]], [[εξέταση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζήτημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> αυτό που επιζητείται, [[ζητούμενο]]· οὐ ῥᾴδιον [[ζήτημα]], [[κάτι]] το οποίο δεν είναι εύκολο να ανευρεθεί (λέγεται για τα ακρωτηριασμένα [[μέλη]] του Πενθέα), σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αναζήτηση]], [[έρευνα]], [[εξέταση]], σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρευνα]], [[εξακρίβωση]], [[προσπάθεια]] ανίχνευσης· <i>μητρός</i>, [[αναζήτηση]] της μητέρας, σε Ευρ. | |||
}} | }} |