Anonymous

ἧμαι: Difference between revisions

From LSJ
1,694 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἧμαι:''' [[ἧσαι]], [[ἧσται]], <i>ἥμεθα</i>, <i>ἧστε</i>, [[ἧνται]], Επικ. <i>εἵᾰται</i> και <i>ἕᾰται</i>· προστ. <i>ἧσο</i>, <i>ἥσθω</i>, απαρέμφ. <i>ἧσθαι</i>, μτχ. <i>ἥμενος</i>, παρατ. [[ἥμην]], <i>ἧσο</i>, [[ἧστο]], δυϊκ. [[ἥσθην]], πληθ. <i>ἥμεθα</i>, ποιητ. [[ἥμεσθα]], [[ἧσθε]], <i>ἧντο</i>, Επικ. <i>εἵᾰτο</i> και <i>ἕᾰτο</i>· είμαι καθισμένος, [[κάθομαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[στέκομαι]] [[ακίνητος]], [[κάθομαι]] [[ήσυχος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για [[στράτευμα]], [[στρατοπεδεύω]], στο ίδ.· επίσης, χρησιμοποιείται για κατάσκοπο, [[παραμονεύω]], παραφυλάω, στο ίδ.· μεταγεν., λέγεται για τοποθεσίες, πράγματα (ναούς κ.λπ.), βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, σε Ηρόδ.· <i>ἡμένῳ ἐν χώρῳ = εἱαμενῇ</i>, σε χαμηλό, βαθουλωτό, κοίλο [[τόπο]], σε Θεόκρ.· [[σπανίως]], με αιτ., [[σέλμα]] ἧσθαι, που κάθονται σε πάγκο, σε Αισχύλ.· <i>ἧσθαι Σιμόεντος κοίτας</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἧμαι:''' [[ἧσαι]], [[ἧσται]], <i>ἥμεθα</i>, <i>ἧστε</i>, [[ἧνται]], Επικ. <i>εἵᾰται</i> και <i>ἕᾰται</i>· προστ. <i>ἧσο</i>, <i>ἥσθω</i>, απαρέμφ. <i>ἧσθαι</i>, μτχ. <i>ἥμενος</i>, παρατ. [[ἥμην]], <i>ἧσο</i>, [[ἧστο]], δυϊκ. [[ἥσθην]], πληθ. <i>ἥμεθα</i>, ποιητ. [[ἥμεσθα]], [[ἧσθε]], <i>ἧντο</i>, Επικ. <i>εἵᾰτο</i> και <i>ἕᾰτο</i>· είμαι καθισμένος, [[κάθομαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[στέκομαι]] [[ακίνητος]], [[κάθομαι]] [[ήσυχος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για [[στράτευμα]], [[στρατοπεδεύω]], στο ίδ.· επίσης, χρησιμοποιείται για κατάσκοπο, [[παραμονεύω]], παραφυλάω, στο ίδ.· μεταγεν., λέγεται για τοποθεσίες, πράγματα (ναούς κ.λπ.), βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, σε Ηρόδ.· <i>ἡμένῳ ἐν χώρῳ = εἱαμενῇ</i>, σε χαμηλό, βαθουλωτό, κοίλο [[τόπο]], σε Θεόκρ.· [[σπανίως]], με αιτ., [[σέλμα]] ἧσθαι, που κάθονται σε πάγκο, σε Αισχύλ.· <i>ἧσθαι Σιμόεντος κοίτας</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἧμαι:''' (2 и 3 л. sing. praes. [[ἧσαι]], [[ἧσται]], 3 л. pl. praes. ἦνται, inf. ἦσθαι, part. ἥμενος, imper. ἧσο, ἥστω; impf. ἥμῃν, ἧσο, [[ἧστο]], 3 л. pl. ἧντο)<br /><b class="num">1)</b> сидеть, восседать (σεμνὸν [[σέλμα]], ἐν θρονοις Aesch.): ἐγὼ [[ἥμην]] ἐκπεπληγμένη φόβῳ Soph. я сидела, пораженная страхом;<br /><b class="num">2)</b> сидеть, пребывать, находиться, быть (ἐνὶ δίφρῳ, ἄκρῳ Ὀλύμπῳ Hom.; κατ᾽ οἴκους Eur.): παρὰ νηυσὶν ἧσθαι Hom. сидеть, т. е. оставаться у кораблей; ἐρετμοῖς ἥμενοι Eur. сидящие на веслах; οἱ ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι Eur. заседающие в государственных учреждениях, т. е. должностные лица, власти; πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ [[θάρσος]] [[ἧσται]] Eur. в душе моей есть уверенность; ἧσθαι πόλιν [[ἀμφί]] Hom. расположиться вокруг города; ἧσθαι [[πρόσθε]] τειχέων Eur. находиться у (городских) стен; τῇ καὶ Δήμητρος ἱρὸν [[ἧσται]] Her. (там), где находится святилище Деметры; πεφυλαγμένος ἦσο Her. будь настороже;<br /><b class="num">3)</b> глубоко сидеть, быть низко расположенным (ἥμενος [[χῶρος]] Theocr.).
}}
}}