3,270,341
edits
(16) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡλίκος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> τόσο [[μεγάλος]] [[κατά]] την [[ηλικία]]... όσο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο [[μεγάλος]] («ὁρῶν [[ἡλίκος]] ἐστί Φίλιππος», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> πόσο [[μικρός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἡλίκοι</i><br />αυτοί που [[είναι]] διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾱς ἡλίκοι προσήμεθα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -<i>αλ</i>(<i>ι</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>talis</i>, <i>qualis</i> «[[τόσος]], όσος») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> με αναβιβασμό του τόνου ([[δακτυλικός]] [[νόμος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -(<i>ᾱ</i>)<i>λικ</i>- όπως στα αρχ. σλαβ. <i>jelikŭ</i> «όσος», <i>tolikŭ</i> «[[τόσος]]» <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ος</i>. Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται και από την [[ετυμολογία]] του [[ήλιξ]]. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό [[τηλίκος]] και το ερωτηματικό [[πηλίκος]]. | |mltxt=[[ἡλίκος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> τόσο [[μεγάλος]] [[κατά]] την [[ηλικία]]... όσο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο [[μεγάλος]] («ὁρῶν [[ἡλίκος]] ἐστί Φίλιππος», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> πόσο [[μικρός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἡλίκοι</i><br />αυτοί που [[είναι]] διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾱς ἡλίκοι προσήμεθα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -<i>αλ</i>(<i>ι</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>talis</i>, <i>qualis</i> «[[τόσος]], όσος») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> με αναβιβασμό του τόνου ([[δακτυλικός]] [[νόμος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -(<i>ᾱ</i>)<i>λικ</i>- όπως στα αρχ. σλαβ. <i>jelikŭ</i> «όσος», <i>tolikŭ</i> «[[τόσος]]» <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ος</i>. Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται και από την [[ετυμολογία]] του [[ήλιξ]]. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό [[τηλίκος]] και το ερωτηματικό [[πηλίκος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡλίκος:''' [ῐ], -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> τόσο [[μεγάλος]] όσος, [[οπόσος]], Λατ. [[quantus]], σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για την [[ηλικία]], τόσο [[μεγάλος]], τόσο ηλικιωμένος, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σε εκφράσεις θαυμασμού, θαυμάσια [[ἡλίκα]], κατά θαυμαστό, απίθανο, έκτακτο τρόπο, [[μεγάλα]], όπως στο Λατ. mirum [[quantum]], σε Δημ. | |||
}} | }} |