ἡλίκος
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
[ῐ], η, ον,
A as big as, πόσος τις; μικρός, ἡλίκος Μόλων Ar.Ra. 55; τί τοσοῦτον ὕβρισεν, ἡλίκον..; D.21.147; τηλικοῦτος, ἡ. οὐδείς πω βασιλεύς Id.1.9.
2 of age, as old as, ἄνδρα.. ἡλίκον Θουκυδίδην Ar. Ach.703; τοῖσιν ἡλίκοισι νῷν, = τηλίκοις ἡλίκοι νώ, Id.Ec.465; οἱ ἡλίκοι ἐγώ, = τηλίκοι ἡλίκοι ἐγώ, Pl.La.180d: rare in Trag., ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι.. of what various ages.., S.OT15.
3 in indirect questions, how big, how great, Thphr. Char.23.2, Crates Theb.18, etc.; ὁρῶν ἡ. ἐστὶ Φίλιππος D.6.6, cf. Pl.Chrm.154b; freq. in expressions of wonder, θαυμάσι' ἡλίκα extraordinarily great, D.19.24; θαυμαστὸν ἡλίκον Id.24.122; μέγιστα ἡλίκα Luc.Merc.Cond.13; also, how small, ἰδοὺ ἡλίκον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει Ep.Jac.3.5; ἂν ἴδω γὰρ ἡλίκον ἰχθὺν ὅσου τιμῶσι Antiph.166.6, cf. Luc.Herm.5.
4 in exclamations, ἡλίκον λαλεῖς Men.Sam.40. (Compd. of yo-, relat. Pron. stem (cf. ὅς), and -āli- (cf. ἧλιξ), with suffix -κο-; cf. πηλίκος, τηλίκος.)
German (Pape)
[Seite 1162] (Correlativum zu πηλίκος), so groß wie; bei Ar. Ran. 55 wird auf die Frage πόθος; πόσος τις; geantwortet μικρός, ἡλίκος Μόλων, klein, so groß (oder so klein) wie Molon; κατεστήσαμεν τηλικοῦτον, ἡλίκος οὐδείς πω βασιλεὺς γέγονε Μακεδονίας, so groß, so mächtig, wie noch Keiner, Dem. 1, 9; auch = so alt wie, Ar. Ach. 668; in indir. Frage, wie groß, αὐτίκα εἴσει καὶ ἡλίκος καὶ οἷος γέγονε Plat. Charm. 154 b; ἡλίκα γ' ἐστὶ τὰ διάφορα οὐδὲ λόγου προσδεῖ Dem. 1, 27; τοῦτο δὲ ἡλίκον ἐστί, θεωρήσατε, wie bedeutend es ist, 20, 32; ὁρῶν, ἡλίκος ἤδη καὶ ὅσων κύριός ἐστι Φίλιππος, wie mächtig, 6, 6; ἁλίκα τραύματα ποιεῖς Theocr. 19, 6; auch = wie alt, ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι προσήμεθα βωμοῖσι Soph. O. R. 15; – bes. im staunenden od. bewundernden Ausrufe, θαυμαστὸς ἡλίκος, Wunder wie groß, Dem. 19, 24; τῷ μεγάλα ἢ θαυμάσια ἡλίκα δοῦναι 20, 41; Sp.; Luc. vrbdt μέγιστα ἡλίκα τἀγαθά, de merc. cond. 13.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
combien grand ou petit, aussi grand ou petit que :
I. d'ord. aussi grand que :
1 en parl. de la taille;
2 en parl. de l'âge de quel âge, du même âge que ; ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς ἡλίκοι προσήμεθα βωμοῖσι SOPH tu vois de quels âges différents nous sommes, nous qui approchons de tes autels;
3 en parl. de la puissance τηλικοῦτος ἡλίκος οὐδείς πω βασιλεὺς γέγονε DÉM aussi grand que le devint jamais aucun roi ; ἡλίκων ἤδη καὶ ὅσων κύριός ἐστι Φίλιππος DÉM de quels puissants États et de combien Philippe est déjà le maître;
4 pour marquer l'étonnement θαυμάσι' ἡλίκα DÉM merveilleusement grand ; μέγιστα ἡλίκα ἀγαθά LUC avantages extraordinairement grands;
II. combien petit.
Étymologie: ἧλιξ.
Russian (Dvoretsky)
ἡλίκος: дор. ἁλίκος 3 (ᾱλῐ)
1 какого размера (роста), как велик, какой, каков: πόσος τις; - Μικρός, ἡ. Μόλων Arph. какой же? - Небольшой, такой, как Молон; ἡλίκα ἐστὶ τὰ διάφορα Dem. как велика разница; εἴσει ἡ. γέγονε Plat. ты увидишь, как он вырос; ἰδοῦ ἡλίκον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει NT взгляни, как малый огонь зажигает большой лес;
2 какого возраста, скольких лет: οἱ (sc. τηλίκοι) ἡλίκοι ἐγώ Plat. люди моего возраста; ἀνὴρ ἡ. Θουκυδίδης Arph. человек в возрасте Фукидида; ὁρᾷς ἡμᾶς, ἡλίκοι προσήμεθα βωμοῖοι τοῖς σοῖς Soph. ты видишь нас, (граждан) всякого возраста, с мольбой припавших к твоим алтарям;
3 какой по могуществу, как могуществен: τηλικοῦτος, ἡ. οὐδείς πω βασιλεὺς γέγονε Dem. такой могущественный, каким ни один царь никогда не был; ἡλίκων (v.l. ἡ.) ἤδη καὶ ὅσων κύριός ἐστι Φίλιππος Dem. властелином скольких и каких могущественных стран является ныне Филипп;
4 удивительно какой, поразительный, величайший: μέγιοτα ἡλίκα ἀγαθά Luc. величайшие, чрезвычайные блага; θαυμαστὸς ἡ. Dem. поразительно большой.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλίκος: ῐ, η, ον, ὅσος, ὁπόσος, πόσος τις; ἀπόκρ: μικρός, ἡλίκος Μόλων, Ἀριστοφ. Βατρ. 55· τί τοσοῦτον ὕβρισεν, ἡλίκον... Δημ. 562. 7. 5) ἐπὶ ἡλικίας, ἄνδρα… ἡλίκον Θουκυδίδην Ἀριστοφ. Ἀχ. 703· τοῖσιν ἡλίκοισι νῶν = τηλίκοις ἡλίκοι νὼ ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 465· οἱ ἡλίκοι ἐγὼ = τηλίκοι ἡλίκοι ἐγὼ, Πλάτ. Λάχ. 180D· ― σπάν. παρὰ Τράγ., ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι Σοφ. Ο. Τ. 15. 3) ἐπὶ πλαγίων ἐρωτήσεων, πόσον μέγας, ἂν ἴδω γὰρ ἡλίκον ἰχθὺν ὅσου τιμῶσιν Ἀντιφάν. Νεαν. 1. 6· συχνάκις ἐν ἐκφράσεσι θαυμασμοῦ, θαυμάσια ἡλίκα, θαυμασίως, ἐκτάκτως μεγάλα, ὡς ἐν τῷ Λατ. mirum quantum, Δημ. 348. 24, πρβλ. 469. 18· οὕτω, μέγιστα ἡλίκα τἀγαθὰ Λουκ. π. τ. ἐπὶ μισθ. συνόντ. 13· ὡσαύτως, πόσον μικρός, Λατ. quantulus, Λουκ. Ἑρμοτ. 5. ― Ἐν ἐρωτήσεσιν εἰς τὸ πηλίκος ἀνταποκρίνεται τὸ τηλίκος ἢ τηλικοῦτος.
English (Strong)
from helix (a comrade, i.e. one of the same age); as big as, i.e. (interjectively) how much: how (what) great.
English (Thayer)
ἡλικη, ἡλίκον (ἧλιξ, see ἡλικία), properly, as old as, as tall as; universally, (Latin quantus): how great, Buttmann, 253 (217)); how small (Lucian, Hermot. 5), ἡλίκον πῦρ, L T Tr WH (Buttmann, the passage cited).
Greek Monolingual
ἡλίκος, -η, -ον (Α)
1. τόσο μεγάλος κατά την ηλικία... όσο
αρχ.
1. (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο μεγάλος («ὁρῶν ἡλίκος ἐστί Φίλιππος», Δημοσθ.)
2. πόσο μικρός
3. στον πληθ. ἡλίκοι
αυτοί που είναι διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς ἡλίκοι προσήμεθα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ᾱ- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -αλ(ι)- (πρβλ. λατ. talis, qualis «τόσος, όσος») + κατάλ. -ικός με αναβιβασμό του τόνου (δακτυλικός νόμος). Κατ' άλλη άποψη < θ. ᾱ- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -(ᾱ)λικ- όπως στα αρχ. σλαβ. jelikŭ «όσος», tolikŭ «τόσος» + καταλ. -ος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ετυμολογία του ήλιξ. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό τηλίκος και το ερωτηματικό πηλίκος.
Greek Monotonic
ἡλίκος: [ῐ], -η, -ον,
1. τόσο μεγάλος όσος, οπόσος, Λατ. quantus, σε Αριστοφ., Δημ.
2. λέγεται για την ηλικία, τόσο μεγάλος, τόσο ηλικιωμένος, σε Αριστοφ. κ.λπ.
3. σε εκφράσεις θαυμασμού, θαυμάσια ἡλίκα, κατά θαυμαστό, απίθανο, έκτακτο τρόπο, μεγάλα, όπως στο Λατ. mirum quantum, σε Δημ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: as old, as big, relatives and indir. interrogative pron. (IA.).
Other forms: Dor. ἁλ- (TheoC.)
Derivatives: Beside it the demonstrative τηλίκος, Dor. ταλ- thus old, thus big (Il.) with τηλικόσδε, τηλικοῦτος (Att.) and the interrogative πηλίκος how old?, how big? (IA).
Origin: IE [Indo-European] [645] *kʷeh₂-li- how (big)?
Etymology: From the relative stem ὁ-, ἁ- (s. 1. ὅς) and a suffixal (α)λικ-; further s. πηλίκος and τηλίκος. A parallel formation is OCS je-likъ (tantus) quantus. Cf. also zu ἧλιξ.
Middle Liddell
ἡλῐ́κος, η, ον
1. as big as, Lat. quantus, Ar., Dem.
2. of age, as old as, Ar., etc.
3. in expressions of wonder, θαυμάσια ἡλίκα extraordinarily great, as in Lat. mirum quantum, Dem. [from ἧλιξ
Frisk Etymology German
ἡλίκος: {hēlíkos}
Forms: dor. ἁλ- (Theok.)
Meaning: wie alt, wie groß, relatives und indir. interrogatives Pron. (ion. att.).
Derivative: Daneben das Demonstrativum τηλίκος, dor. ταλ- so alt, so groß (seit Il.) mit τηλικόσδε, τηλικοῦτος (att.) und das Interrogativum πηλίκος ‘wie alt?, wie groß?’ (ion. att.).
Etymology : Aus dem Relativstamm ὁ-, ἁ- (s. 1. ὅς) und einem suffixalen (α)λικ-; des weiteren s. πηλίκος und τηλίκος. Eine parallele Bildung ist aksl. je-likъ ‘(tantus) quantus'. Vgl. auch zu ἧλιξ.
Page 1,630
Chinese
原文音譯:¹l⋯koj 赫利可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:最佳的
字義溯源:有如⋯那麼大,何等大,何等的,何等重大,最大的;源自(ἡλίκος)X*=同伴)
出現次數:總共(3);西(1);雅(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 使我們(1) 啓1:5;
2) 何等大的(1) 雅3:5;
3) 何等的(1) 西2:1