Anonymous

ἥμερος: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἥμερος]], -ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. [[ἅμερος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «[[ήμερα]] σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χαρακτηρισμός]] πολλών [[φυτών]] που μπορούν να τρώγονται από τον άνθρωπο ή από τα ζώα («[[ήμερα]] ραδίκια»)<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]]) ο καλλιεργημένος, ο εκχερσωμένος, ο οργωμένος<br /><b>5.</b> (για πρόσ. και ζώα) [[πράος]] στον χαρακτήρα, [[άκακος]] (α. «[[ήμερος]] όχλος», Κάλβ.<br />β. «ἄνθρωποι ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι τοὺς τρόπους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ψυχικές εκδηλώσεις ή εκφράσεις) [[μαλακός]], [[ήπιος]] («[[ήμερος]] [[τρόπος]]»)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) κατοικημένος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα [[ήμερα]]» — για κάποιον που επιδιώκει [[θέση]] ή [[αξίωμα]] ή δικαιώματα προσπαθώντας να επιβληθεί σε άλλον, ο [[οποίος]] έχει [[πράγματι]] περισσότερα δικαιώματα<br />(νεοελλ-μσν.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ήμερο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[πραότητα]], η [[γλυκύτητα]], η [[καλοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταπεινός]], υποταγμένος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>μτφ.</b> <i>τὰ ἥμερα</i><br />τα αξιόλογα («μήν χάσωμεν τὰ ἥμερα διὰ τὰ ἄγρια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («ὁδῶν τε ἐπιμελούμενος, [[ὅπως]]... ἡμερώταται... γίγνωνται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για όγκο) [[καλοήθης]]<br /><b>3.</b> (ως κύριον όν.) <i>ἡ Ἡμερα</i><br />[[επίθετο]] της Αρτέμιδος στην Αρκαδία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημέρως</i> και [[ήμερα]] (AM ἡμέρως, Μ και [[ήμερα]])<br />με ήμερο τρόπο, με [[πραότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>yamati</i> «[[δαμάζω]]» [[είναι]] σημασιολογικώς [[δυσχερής]]. Άλλες υποθέσεις, όπως η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>ntvam</i> «[[γλυκύτητα]] [[πραότητα]]» και το νέο άνω γερμ. <i>janft</i> «[[γλυκύς]], [[πράος]]» ή το αρχ. άνω γερμ. <i>jamar</i> «[[λυπημένος]]», παρουσιάζουν [[επίσης]] [[σοβαρά]] προβλήματα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ημερότης</i>, <i>ημερώ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ημερία]], [[ημερίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ημεράδα]], [[ημεράδι]], [[ημέρευμα]], [[ημερεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ημερόδρυς]], [[ημεροθαλλής]], [[ημεροθηρικός]], <i>ημεροπευτής</i>, [[ημερόπιτυς]], [[ημεροποιός]], [[ημεροποιώ]], [[ημεροτοκώ]], [[ημερόφυλλος]]<br />(μσν) [[ημερόχειρος]]<br />(μσν-νεοελλ.) <i>ημερόδενδρος</i>. (Β' συνθετικό [[ανήμερος]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἥμερος]], -ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. [[ἅμερος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «[[ήμερα]] σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χαρακτηρισμός]] πολλών [[φυτών]] που μπορούν να τρώγονται από τον άνθρωπο ή από τα ζώα («[[ήμερα]] ραδίκια»)<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]]) ο καλλιεργημένος, ο εκχερσωμένος, ο οργωμένος<br /><b>5.</b> (για πρόσ. και ζώα) [[πράος]] στον χαρακτήρα, [[άκακος]] (α. «[[ήμερος]] όχλος», Κάλβ.<br />β. «ἄνθρωποι ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι τοὺς τρόπους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ψυχικές εκδηλώσεις ή εκφράσεις) [[μαλακός]], [[ήπιος]] («[[ήμερος]] [[τρόπος]]»)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) κατοικημένος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα [[ήμερα]]» — για κάποιον που επιδιώκει [[θέση]] ή [[αξίωμα]] ή δικαιώματα προσπαθώντας να επιβληθεί σε άλλον, ο [[οποίος]] έχει [[πράγματι]] περισσότερα δικαιώματα<br />(νεοελλ-μσν.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ήμερο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[πραότητα]], η [[γλυκύτητα]], η [[καλοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταπεινός]], υποταγμένος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>μτφ.</b> <i>τὰ ἥμερα</i><br />τα αξιόλογα («μήν χάσωμεν τὰ ἥμερα διὰ τὰ ἄγρια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («ὁδῶν τε ἐπιμελούμενος, [[ὅπως]]... ἡμερώταται... γίγνωνται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για όγκο) [[καλοήθης]]<br /><b>3.</b> (ως κύριον όν.) <i>ἡ Ἡμερα</i><br />[[επίθετο]] της Αρτέμιδος στην Αρκαδία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημέρως</i> και [[ήμερα]] (AM ἡμέρως, Μ και [[ήμερα]])<br />με ήμερο τρόπο, με [[πραότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>yamati</i> «[[δαμάζω]]» [[είναι]] σημασιολογικώς [[δυσχερής]]. Άλλες υποθέσεις, όπως η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>ntvam</i> «[[γλυκύτητα]] [[πραότητα]]» και το νέο άνω γερμ. <i>janft</i> «[[γλυκύς]], [[πράος]]» ή το αρχ. άνω γερμ. <i>jamar</i> «[[λυπημένος]]», παρουσιάζουν [[επίσης]] [[σοβαρά]] προβλήματα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ημερότης</i>, <i>ημερώ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ημερία]], [[ημερίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ημεράδα]], [[ημεράδι]], [[ημέρευμα]], [[ημερεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ημερόδρυς]], [[ημεροθαλλής]], [[ημεροθηρικός]], <i>ημεροπευτής</i>, [[ημερόπιτυς]], [[ημεροποιός]], [[ημεροποιώ]], [[ημεροτοκώ]], [[ημερόφυλλος]]<br />(μσν) [[ημερόχειρος]]<br />(μσν-νεοελλ.) <i>ημερόδενδρος</i>. (Β' συνθετικό [[ανήμερος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἥμερος:''' Δωρ. ἅμ-, <i>-ον</i> και <i>-α</i>, <i>-ον</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ήμερος]], τιθασευμένος, εξημερωμένος, Λατ. [[mansuetus]]· λέγεται για τα ζώα, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· ομοίως, τὰ [[ἥμερα]] μόνο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φυτά και δέντρα, καλλιεργημένος, Λατ. [[sativus]], σε Ηρόδ. κ.λπ.·<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[ήμερος]], [[πράος]], εξευγενισμένος, [[πολιτισμένος]], στον ίδ., σε Δημ.· με παρόμοια [[σημασία]] λέγεται για το [[λιοντάρι]], σε Αισχύλ.
}}
}}