ἡμιτέλεστος: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιτέλεστος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> Ημιτελής, μισοτελειωμένος<br /><b>2.</b> (για [[βρέφος]]) [[ατελής]], που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τελεστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τελώ]])].
|mltxt=[[ἡμιτέλεστος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> Ημιτελής, μισοτελειωμένος<br /><b>2.</b> (για [[βρέφος]]) [[ατελής]], που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τελεστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τελώ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιτέλεστος:''' -ον ([[τελέω]]), μισοτελειωμένος, [[ημιτελής]], σε Θουκ.
}}
}}