Anonymous

ἠλασκάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠλασκάζω]] και [[ἠλυσκάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> περιφέρομαι, [[περιπλανώμαι]] («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεφεύγω]], [[αποφεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του [[ηλάσκω]]].
|mltxt=[[ἠλασκάζω]] και [[ἠλυσκάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> περιφέρομαι, [[περιπλανώμαι]] («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεφεύγω]], [[αποφεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του [[ηλάσκω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠλασκάζω:''' [[εκτεταμένος]] [[τύπος]] του [[ἠλάσκω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., [[φεύγω]] από..., [[αποφεύγω]], τρέπομαι σε [[φυγή]]· ἐμὸν [[μένος]] ἠλασκάζει, αποφεύγει την [[οργή]] μου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}