Anonymous

ἠλασκάζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠλασκάζω:''' [[εκτεταμένος]] [[τύπος]] του [[ἠλάσκω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., [[φεύγω]] από..., [[αποφεύγω]], τρέπομαι σε [[φυγή]]· ἐμὸν [[μένος]] ἠλασκάζει, αποφεύγει την [[οργή]] μου, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἠλασκάζω:''' [[εκτεταμένος]] [[τύπος]] του [[ἠλάσκω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., [[φεύγω]] από..., [[αποφεύγω]], τρέπομαι σε [[φυγή]]· ἐμὸν [[μένος]] ἠλασκάζει, αποφεύγει την [[οργή]] μου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠλασκάζω:''' <b class="num">1)</b> блуждать, носиться (ὑπὸ πτόλιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> странствуя посещать, обходить (νήσους τε καὶ ἀνέρας HH);<br /><b class="num">3)</b> убегать, избегать ([[μένος]] τινός Hom.).
}}
}}