Anonymous

ἧπαρ: Difference between revisions

From LSJ
493 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἧπαρ]])<br />το [[συκώτι]], [[μικτός]] [[αδένας]] με έσω και έξω [[έκκριση]], ο [[οποίος]] βρίσκεται [[κάτω]] από το [[περιτόναιο]], καταλαμβάνει το πρόσθιο [[τμήμα]] της σπλαχνικής κοιλότητας και επιτελεί πολλαπλές μεταβολικές λειτουργίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[ήπαρ]] θείου, αντιμονίου κ.λπ.» — παλαιά [[ονομασία]] διαφόρων οξυθειούχων αλάτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μού κόπηκαν τα ήπατα» — ένιωσα έντονο φόβο, τρόμο, [[ταραχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[συκώτι]] ως [[έδεσμα]], ως [[μεζές]] («[[ἧπαρ]] κάπρου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[συκώτι]] ως [[έδρα]] του θυμού, τών παθών, του πόνου («πολλὰ γοῡν θιγγάνει πρὸς [[ἧπαρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ψαριού, [[ήπατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>hek</i><sup>w</sup><i>r</i>, (το <i>π</i> του [[ήπαρ]] από το ΙΕ, χειλοϋπερωικό <i>k</i><sup>w</sup>- <b>[[πρβλ]].</b> <i>sek</i><sup>w</sup>- &GT; <i>έκ</i>-<i>ομαι</i>) <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>y</i><i>ē</i><i>k</i><sup>w</sup><i>r</i> (-<i>t</i>) «[[ήπαρ]]» με [[τροπή]] του <i>y</i> σε <i>h</i> και σίγηση του ληκτικού κλειστού -<i>t</i>. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>yakrt</i>, <i>yaknah</i>, λατ. <i>iecur</i>, αβεστ. <i>y</i><i>ā</i><i>kar</i><i>ә</i>. Ως α' συνθετικό η λ. απαντά με τη [[μορφή]] <i>ηπατ</i>(<i>ο</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηπατο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>ηπατο</i>-<i>ειδής</i>). Στη ΝΕ η λ. [[ήπαρ]] χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν στο ιατρικό [[λεξιλόγιο]], ενώ ευρύτερα χρησιμοποιείται η λ. [[συκώτι]] για τη [[δήλωση]] τόσο του αντίστοιχου μέρους του σώματος όσο και του φαγητού. Σημειωτέον ότι το [[συκώτι]] προέρχεται από το <i>συκωτόν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σύκο]]) [[ήπαρ]], που δήλωνε το [[συκώτι]] τών ζώων που είχαν τραφεί με [[ξηρά]] σύκα. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον ίδιο τρόπο δημιουργήθηκαν λ. με [[σημασία]] «[[συκώτι]]» σε άλλες γλώσσες, όπως λ.χ. στη λατ. <i>ficatum</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ficus</i>), ιταλ. <i>fegato</i>, γαλλ. <i>foie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηπατικός]], <i>ηπατίτης</i>, [[ηπατίτιδα]] (-<i>ίτις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπατιαίος]], [[ηπατίας]], [[ηπατίζω]], [[ηπάτιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ηπατηρός]], [[ηπατώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ηπάτωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηπατοειδής]], [[ηπατοσκόπος]], [[ηπατουργός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ηπατοφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ηπαραδένη</i>, <i>ηπατέλαιον</i>, [[ηπαταλγία]], <i>ηπαταπόστημα</i>, [[ηπαταργία]], [[ηπατογαστρικός]], <i>ηπατοδωδεκαδακτυλικός</i>, [[ηπατοκήλη]], <i>ηπατοκολικός</i>, [[ηπατοκυστικός]], [[ηπατολογία]], [[ηπατονεφρικός]], [[ηπατοπάθεια]], [[ηπατοπηξία]], [[ηπατοπτωσία]], <i>ηπατοπυρίτης</i>, [[ηπατορραγία]], [[ηπατορραφία]], <i>ηπατοσάκχαρον</i>, <i>ηπατοτομία</i>, [[ηπατοτοξαιμία]]].
|mltxt=το (AM [[ἧπαρ]])<br />το [[συκώτι]], [[μικτός]] [[αδένας]] με έσω και έξω [[έκκριση]], ο [[οποίος]] βρίσκεται [[κάτω]] από το [[περιτόναιο]], καταλαμβάνει το πρόσθιο [[τμήμα]] της σπλαχνικής κοιλότητας και επιτελεί πολλαπλές μεταβολικές λειτουργίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[ήπαρ]] θείου, αντιμονίου κ.λπ.» — παλαιά [[ονομασία]] διαφόρων οξυθειούχων αλάτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μού κόπηκαν τα ήπατα» — ένιωσα έντονο φόβο, τρόμο, [[ταραχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[συκώτι]] ως [[έδεσμα]], ως [[μεζές]] («[[ἧπαρ]] κάπρου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[συκώτι]] ως [[έδρα]] του θυμού, τών παθών, του πόνου («πολλὰ γοῡν θιγγάνει πρὸς [[ἧπαρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ψαριού, [[ήπατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>hek</i><sup>w</sup><i>r</i>, (το <i>π</i> του [[ήπαρ]] από το ΙΕ, χειλοϋπερωικό <i>k</i><sup>w</sup>- <b>[[πρβλ]].</b> <i>sek</i><sup>w</sup>- &GT; <i>έκ</i>-<i>ομαι</i>) <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>y</i><i>ē</i><i>k</i><sup>w</sup><i>r</i> (-<i>t</i>) «[[ήπαρ]]» με [[τροπή]] του <i>y</i> σε <i>h</i> και σίγηση του ληκτικού κλειστού -<i>t</i>. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>yakrt</i>, <i>yaknah</i>, λατ. <i>iecur</i>, αβεστ. <i>y</i><i>ā</i><i>kar</i><i>ә</i>. Ως α' συνθετικό η λ. απαντά με τη [[μορφή]] <i>ηπατ</i>(<i>ο</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηπατο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>ηπατο</i>-<i>ειδής</i>). Στη ΝΕ η λ. [[ήπαρ]] χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν στο ιατρικό [[λεξιλόγιο]], ενώ ευρύτερα χρησιμοποιείται η λ. [[συκώτι]] για τη [[δήλωση]] τόσο του αντίστοιχου μέρους του σώματος όσο και του φαγητού. Σημειωτέον ότι το [[συκώτι]] προέρχεται από το <i>συκωτόν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σύκο]]) [[ήπαρ]], που δήλωνε το [[συκώτι]] τών ζώων που είχαν τραφεί με [[ξηρά]] σύκα. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον ίδιο τρόπο δημιουργήθηκαν λ. με [[σημασία]] «[[συκώτι]]» σε άλλες γλώσσες, όπως λ.χ. στη λατ. <i>ficatum</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ficus</i>), ιταλ. <i>fegato</i>, γαλλ. <i>foie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηπατικός]], <i>ηπατίτης</i>, [[ηπατίτιδα]] (-<i>ίτις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπατιαίος]], [[ηπατίας]], [[ηπατίζω]], [[ηπάτιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ηπατηρός]], [[ηπατώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ηπάτωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηπατοειδής]], [[ηπατοσκόπος]], [[ηπατουργός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ηπατοφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ηπαραδένη</i>, <i>ηπατέλαιον</i>, [[ηπαταλγία]], <i>ηπαταπόστημα</i>, [[ηπαταργία]], [[ηπατογαστρικός]], <i>ηπατοδωδεκαδακτυλικός</i>, [[ηπατοκήλη]], <i>ηπατοκολικός</i>, [[ηπατοκυστικός]], [[ηπατολογία]], [[ηπατονεφρικός]], [[ηπατοπάθεια]], [[ηπατοπηξία]], [[ηπατοπτωσία]], <i>ηπατοπυρίτης</i>, [[ηπατορραγία]], [[ηπατορραφία]], <i>ηπατοσάκχαρον</i>, <i>ηπατοτομία</i>, [[ηπατοτοξαιμία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἧπαρ:''' -ᾰτος, τό, το [[συκώτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὑφ' [[ἥπατος]] φέρειν, λέγεται για τις εγκυμονούσες γυναίκες, σε Ευρ.· στους Τραγ. αναφέρεται σαν η [[έδρα]] των συναισθημάτων, των παθών, του θυμού, του φόβου κ.λπ., [[επομένως]] αντιστοιχεί προς την [[έννοια]] «[[καρδιά]]».
}}
}}