Anonymous

ἧπαρ: Difference between revisions

From LSJ
885 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἧπαρ:''' -ᾰτος, τό, το [[συκώτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὑφ' [[ἥπατος]] φέρειν, λέγεται για τις εγκυμονούσες γυναίκες, σε Ευρ.· στους Τραγ. αναφέρεται σαν η [[έδρα]] των συναισθημάτων, των παθών, του θυμού, του φόβου κ.λπ., [[επομένως]] αντιστοιχεί προς την [[έννοια]] «[[καρδιά]]».
|lsmtext='''ἧπαρ:''' -ᾰτος, τό, το [[συκώτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὑφ' [[ἥπατος]] φέρειν, λέγεται για τις εγκυμονούσες γυναίκες, σε Ευρ.· στους Τραγ. αναφέρεται σαν η [[έδρα]] των συναισθημάτων, των παθών, του θυμού, του φόβου κ.λπ., [[επομένως]] αντιστοιχεί προς την [[έννοια]] «[[καρδιά]]».
}}
{{elru
|elrutext='''ἧπαρ:''' ἥπᾰτος τό печень (у древних она считалась важнейшим жизненным органом и седалищем страстей и чувств, а потому, в переносном значении, соответствует современному понятию сердце): φασγάνῳ [[οὖτα]] καθ᾽ ἧ. ἐκ δέ οἱ ἧ. ὄλισθεν Hom. (Ахилл) мечом поразил (Троя) в печень, и печень у него вывалилась; παίειν ὑφ᾽ ἧ. Soph. и πρὸς ἧ. Eur. ранить в печень; ὑφ᾽ [[ἥπατος]] φέρειν Eur. носить над печенью, т. е. в чреве, «под сердцем» (= быть беременной); πρὸς ἧ. χωρεῖν Soph. терзать сердце.
}}
}}