Anonymous

εὔστροφος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔστροφος]], -ον<br />Α και ἐΰστροφος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο [[ευκίνητος]], ο [[ταχύς]] («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οξύνους]], [[έξυπνος]] (α. «[[λόγος]] πρὸς τὰς ἀπαντήσεις [[εὔστροφος]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «εύστροφο [[πνεύμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιτήδειος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔστροφον</i><br />η [[ευκινησία]], η [[ταχύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στριμμένος]] καλά, ο [[στερεός]] («ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ» — με καλοστριμμένο [[μαλλί]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[ετοιμότητα]] πνεύματος («τὸ εὔστροφον τοῡ φθέγματος», Φιλόστρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευστρόφως</i> και -<i>α</i> (ΑΜ εὐστρόφως)<br /><b>1.</b> με εύστροφο τρόπο, με [[ευκινησία]]<br /><b>2.</b> με έξυπνο τρόπο, με [[ετοιμότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχί</i>-<i>στροφος</i>, [[αντί]]-<i>στροφος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔστροφος]], -ον<br />Α και ἐΰστροφος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο [[ευκίνητος]], ο [[ταχύς]] («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οξύνους]], [[έξυπνος]] (α. «[[λόγος]] πρὸς τὰς ἀπαντήσεις [[εὔστροφος]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «εύστροφο [[πνεύμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιτήδειος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔστροφον</i><br />η [[ευκινησία]], η [[ταχύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στριμμένος]] καλά, ο [[στερεός]] («ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ» — με καλοστριμμένο [[μαλλί]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[ετοιμότητα]] πνεύματος («τὸ εὔστροφον τοῡ φθέγματος», Φιλόστρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευστρόφως</i> και -<i>α</i> (ΑΜ εὐστρόφως)<br /><b>1.</b> με εύστροφο τρόπο, με [[ευκινησία]]<br /><b>2.</b> με έξυπνο τρόπο, με [[ετοιμότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχί</i>-<i>στροφος</i>, [[αντί]]-<i>στροφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔστροφος:''' Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει περιστραφεί [[καλά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που στρέφεται εύκολα, [[αεικίνητος]], [[δραστήριος]], [[σβέλτος]], [[ευκίνητος]], [[εύστροφος]] στο νου, σε Ευρ.
}}
}}